«ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ» και «ΕΤΕΡΟΝΟΜΙΑ» της κοινωνίας

Του Γιάννη – Portaaurea

Αυτονομία σημαίνει η πολιτική κοινότητα όχι απλώς να θέτει τους νόμους της στον εαυτό της, όχι απλώς να μπορεί να το κάνει – δίχως εξωτερικές επεμβάσεις – αυτό, αλλά και να γνωρίζει ότι είναι η ίδια, εκείνη τη στιγμή, η οποία θεσπίζει τους νόμους αυτούς. Όχι ο Θεός, η Φύση, οι Πρόγονοι. Τέτοιο πράγμα δεν υπήρξε ποτέ βέβαια. Ούτε στην αρχαία Αθήνα. Διότι εκεί έλεγαν «έδοξε τω Δήμω» κ.λπ., ωστόσο προηγείτο η ρητή υπενθύμιση ότι κύριοι της πόλης είναι οι θεοί και οι ήρωές της.

Η σοφιστική άποψη ότι η πόλη ανήκει στους άντρες της (ή είναι αυτοί) δεν επικράτησε. Αποσιωπάται (λ.χ. από τον Καστοριάδη·

τις ίδιες απόψεις υποστηρίζει άκριτα ο Τ. Φωτόπουλος, όταν ισχυρίζεται ότι «η  πίστη ήταν προσωπική υπόθεση για τους Έλληνες που δεν αφορούσε ούτε την κοινότητα ούτε την πολιτεία»)

ότι οι σοφιστές διώχτηκαν άγρια και αποτελεσματικότατα από τους αρχαίους Αθηναίους αμεσοδημοκράτες βάσει αμεσοδημοκρατικών ψηφισμάτων· άρα δεν γίνεται να ήταν ευρέως ή επισήμως αποδεκτή η πλήρης αυτονομία ή ο δικός τους ορισμός της πόλεως.

Η αρχαία Αθήνα μάλιστα ενδιαφερόταν βαθύτατα για τα ζητήματα της κρατικής θρησκείας της και δίωκε όσους δεν την αποδέχονταν. Γενικά είναι αβάσιμη η θέση ότι η θρησκεία δεν ήταν στο επίκεντρο της αρχαίας πόλεως· οι συνελεύσεις άρχιζαν και τελείωναν με λατρευτικά τυπικά, διαλύονταν εάν υπήρχαν κακοί οιωνοί (π.χ. βροχή: Αριστοφάνη, Αχαρνής, στ. 195), ο βωμός ήταν το κέντρο της πόλεως κ.ο.κ. Το σπουδαιότερο είναι ότι κανείς δεν μπορούσε να γίνει άρχοντας εάν δεν δήλωνε πίστη στην κρατική θρησκεία. Ορθή είναι η άποψη ότι ο Διαφωτισμός δεν αιτούνταν «αυτονομία», διότι ισχυριζόταν ότι οι νόμοι ή οι συμβάσεις τις οποίες ήθελε να επιβάλλει προέρχονταν από τη «Φύση» κι όχι από την αντίληψη «εμείς θεσπίζουμε τους νόμους και ξέρουμε ότι είμαστε εμείς».

Ωστόσο, αν οδηγήσουμε ώς το λογικό της τέλος την αντίληψη ότι «εμείς θεσπίζουμε τους νόμους», η «αυτονομία» παραμένει τυπική. Διότι «εμείς», ο καθένας και όλοι μαζί δεν είμαστε, τη στιγμή της θέσπισης ενός νόμου, tabula rasa, ανεπηρέαστοι από κάθε κοινωνικό, χρονικά πρότερο, δηλαδή μη «αυτόνομα» θεσπισμένο, έθιμο και ήθος. Τι μας «αρέσει», τι μάς είναι «δόξα» προέρχεται από την ατελείωτη χρονική αλυσίδα των εθίμων και των ηθών. Αυτό φαίνεται στους Αθηναίους, που ενώ έλεγαν το «έδοξε τω Δήμω», την ίδια στιγμή δίωκαν (ο Δήμος, στον οποίο τάχα «αυτόνομα» έδοξε έτσι) σοφιστές και ασεβείς.

Βέβαια υπάρχει το αντεπιχείρημα ότι σταδιακά η «ετερονομία» θα καταργείται, άρα η επίδραση των χρονικά πρότερων «ετερόνομων» κοινωνικών θεσπίσεων στις αποφάσεις της κοινότητας θα ελαττώνεται. Αυτό δεν είναι ένα λογικό συμπέρασμα, είναι ένα ευχολόγιο, το οποίο επίσης ιδωμένο υπό το φως της αθηναϊκής εμπειρίας, απορρίπτεται ως αβάσιμο ή λιγότερο πιθανό. Επομένως το γεγονός ότι ξέρουμε ότι εμείς κι όχι οι θεοί ή η Φύση θεσπίζουμε τους νόμους μας δεν συνεπάγεται την «αυτονομία», διότι πάντοτε υπάρχουν (αφού δεν είμαστε tabula rasa) τα κριτήρια του ατομικού και συλλογικού μας γούστου ή «δόξας», τα οποία αναγκαστικά ανάγονται είτε μέσω ανθρώπων σε θεούς, προγόνους και ήρωες είτε στην «(ανθρώπινη) Φύση».

Κανείς δεν αποφασίζει κάτι απλώς «γιατί έτσι του έδοξε ότι είναι σωστό». Το γιατί τού έδοξε ότι είναι έτσι σωστό είναι προϊόν άλλων διεργασιών, οι οποίες ώς τώρα δεν είχαν καμμία σχέση με ψηφοφορίες και συνελεύσεις. Εδώ αξίζει να εξετάσουμε την άποψη του Τ. Φωτόπουλου για την «δημοκρατική ηθική» της κοινότητας, μέσα από αποσπάσματα ενός άρθρου του.

«Μπορεί να υπάρξει ένα σύνολο κοινών ή γενικών ηθικών κριτηρίων βάσει των οποίων θα μπορούσαν να κριθούν οι ατομικές πράξεις, δηλαδή ένας κώδικας δημοκρατικής ηθικής, ο οποίος θα στηρίζεται στις βασικές αρχές οργάνωσης μιας δημοκρατικής κοινωνίας, δηλαδή μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας η οποία βασίζεται στην συνομοσπονδία των Δήμων ή των δημοκρατικών κοινοτήτων.

Οι αρχές αυτές είναι:

1. η αρχή της αυτονομίας και

2.  η αρχή της κοινότητας.

Από τη στιγμή που οι άνθρωποι θ’ αποδεχθούν τις βασικές αυτές δημοκρατικές αρχές, ένα πλήρες σύνολο ηθικών αρχών συνακολουθεί».

Από τις δύο αυτές αρχές δεν συνακολουθεί κανένα συγκεκριμένο σύνολο δημοκρατικών ηθικών αρχών· το αντίθετο, μπορεί να προκύψουν τα πιο αντιφατικά. Το αντιφατικό έγκειται στο ότι η ιδέα της αυτονομίας, ως κάτι που οι άνθρωποι αποδέχονται, δεν μπορεί να προάγεται από την ίδια την ιδέα της αυτονομίας. Για να έχουν δηλαδή οι άνθρωποι αποδεχτεί ως ύψιστη ηθική αρχή (και κριτήριο του ευρύτερου ηθικού κώδικα) την αρχή της αυτονομίας πρέπει να τούς το υπαγορεύει κάποια υπέρτερη ηθική αρχή, που θα λέει: «η αυτονομία είναι Καλό».

Η αρχή της κοινότητας, από την άλλη μπορεί να συνεπάγεται όχι απαραίτητα την ισότητα (γεωμετρική ή αριθμητική, αδιάφορο), αλλά λ.χ. την αντιδημοκρατική ιεραρχία προς όφελος της κοινότητας· είναι δηλαδή αξιολογικά ουδέτερη αρχή, κι επομένως δεν παράγει ηθικό κώδικα. Διότι από την αρχή ότι ύψιστο Καλό είναι η Κοινότητα μπορεί να πει κανείς και λ.χ. «το Καλό της Κοινότητας επιβάλλει ο Φωτόπουλος να φυλακιστεί, γιατί την διασπά καθιστώντας την ευάλωτη».

Συμπέρασμα: δεν επαρκεί η αρχή της κοινότητας ούτε και ο συνδυασμός αυτονομίας-κοινότητας ως ύψιστων αρχών, διότι αυτός προαπαιτεί μια (εκτός περιεκτικής δημοκρατίας) ηθική η οποία θα θεωρεί την αυτονομία (και την κοινότητα, φυσικά) ως καλό. «Το σύνολο», συνεχίζει ο Τ. Φωτόπουλος, «των ηθικών αξιών, το οποίο μπορεί να αντληθεί από τις βασικές οργανωτικές αρχές, θα συνιστούσε, λοιπόν, έναν «καταστατικό» κώδικα δημοκρατικής ηθικής, για τον οποίο θα αποφάσιζαν οι συνελεύσεις, και ο οποίος θα υπόκειτο σε αλλαγή μόνο με ειδικές πλειοψηφίες και απαρτία».

Η ίδια η ιδέα ότι ο ηθικός κώδικας επιλέγεται δια ανάτασης του χεριού συνιστά ιδεαλισμό πρώτου μεγέθους. Ουδέποτε στην ιστορία έγινε κάτι τέτοιο, ούτε καν στην Αθήνα. Ακόμη και στις άλλες περιπτώσεις δημιουργίας «αυτόνομων» κοινοτήτων, ψηφίζονταν όχι ηθικοί κώδικες – κι αν ψηφίζονταν, δεν ίσχυαν – αλλά πολιτικοί-κοινωνικοί νόμοι· όλα τα δεδομένα που έχουμε μάς αναγκάζουν να δεχτούμε ότι η ηθική (τόσο ως κώδικας καθημερινής συμπεριφοράς όσο και ως κοινωνικοί νόμοι) δόθηκε από ένα άτομο ή μια ομάδα σοφών, τα οποία λογαριαζόταν ως σοφοί.

Δεν έγινε καμμία συνέλευση του Δήμου ώστε να αποφασιστούν οι νόμοι της πρώτης δημοκρατίας· ο Κλεισθένης έδωσε τους νόμους. Ασφαλώς ότι δεν έγινε ώς τώρα δεν είναι απίθανο να συμβεί στο μέλλον. Όμως εδώ μιλάμε για ηθική, δηλαδή για κανόνες και σκέψεις που μας έρχονται αυθόρμητα κάθε στιγμή που πρόκειται να αποφασίσουμε κάτι προσωπικά. Καμμία απόφαση δι’ ανάτασης του χεριού δεν προκαλεί δέος τέτοιο, ώστε να μην αθετηθεί. Και για μεν τους πολιτικούς-κοινωνικούς νόμους, η γνώση της σχετικότητάς τους (ότι δεν ισχύουν για όλη την ανθρωπότητα, ότι δεν δόθηκαν από το Θεό ή τη Φύση απευθείας, ότι κάποτε θα απαρχαιωθούν, ότι έχουν χρονική αρχή θέσπισης) δεν συνιστά εμπόδιο στην αποδοχή και υπεράσπισή τους από το άτομο· ωστόσο  η γνώση της σχετικότητας ενός ηθικού νόμου οδηγεί νομοτελειακά στην κατάλυσή του από το άτομο.

Κάθε ιστορικό παράδειγμα είναι υπέρ αυτής της άποψής μας. Επομένως η άποψη ότι «Σε μια συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία,…. δεν πρέπει να υπάρχει σύγκρουση μεταξύ προσωπικής και συλλογικής ηθικής. Και αυτό, διότι τόσο ο κώδικας των ηθικών κανόνων ο οποίος θα καλύπτει περιεκτικά τις βασικές ηθικές επιλογές για τις οποίες οι άνθρωποι φιλοσοφούν αιώνες τώρα, όσο και οποιεσδήποτε μη βασικές ηθικές επιλογές σε ζητήματα της καθημερινής ζωής, θα αποφασίζονται δημοκρατικά στις συνελεύσεις, όπου ο κάθε πολίτης θα έχει την ευκαιρία να συμμετέχει στην διαμόρφωση των σχετικών αποφάσεων», δεν ισχύει προδήλως.

Κι αυτό όχι μόνο διότι είναι αδύνατη η επιβίωση ενός ηθικού κώδικα που γνωρίζουμε ότι είναι σχετικός, όχι διότι θα υπάρξουν άνθρωποι οι οποίοι θα αποδέχονται ως πηγή της ηθικής όχι την Κοινότητα αλλά τη Φύση, το Θεό κ.λπ., αλλά και για ένα τρίτο λόγο: είναι μεν εύκολο να πειστεί κανείς μειοψηφών ότι οφείλει να σεβαστεί τους πολιτικούς-κοινωνικούς νόμους της Κοινότητας, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν θα αποδεχθεί ως ηθικό καθημερινό κώδικα μια εντολή η οποία απλώς φάνηκε «ηθική» στην πλειοψηφία. Ούτε θα την αποδεχτεί ούτε θα την εφαρμόσει και μάλιστα θα θεωρεί τον εαυτό του ανελεύθερο εάν εξαναγκάζεται να υιοθετήσει μια ηθική (έστω μία εντολή) την οποία καταψήφισε.

Όπως σήμερα δεν αποδέχονται, ούτε καταδέχονται να αποδεχτούν, οι μειοψηφίες τον ηθικό κώδικα της πλειοψηφίας απλώς και μόνο επειδή είναι ο κώδικας της πλειοψηφίας, έτσι αναμένεται να ισχύει και σε μια «περιεκτική δημοκρατία». Κατά τον Τ. Φωτόπουλο βέβαια «στο μέτρο που οι άνθρωποι αυτοί [= όσοι θεωρούν ότι η ηθική δίνεται από το Θεό, τη Φύση κ.ο.κ.] παραμένουν μειοψηφία (ας ελπίσουμε φθίνουσα μέσω της παιδείας σε μια δημοκρατική κοινωνία), η σύγκρουση της προσωπικής ηθικής τους με την συλλογικά καθορισμένη ηθική, δεν θα πρέπει να αποτελεί πρόβλημα για την κοινότητα ως σύνολο», ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι «μια συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία, στην οποία ορισμένες κοινότητες πιστεύουν σε «δεδομένες αλήθειες» (δηλαδή αλήθειες ή αξίες οι οποίες δεν προέρχονται από έναν ορθολογικό δημοκρατικό διάλογο αλλά από «ιερούς» νόμους δοσμένους από τον Θεό, ή από σπιριτουαλιστικες αλήθειες, ή ακόμη από «νόμους» αντλημένους από μια συγκεκριμένη ανάγνωση της κοινωνικής και/ή φυσικής εξέλιξης), δεν είναι βιώσιμη»· αν ανάγουμε τη δεύτερη δήλωση στο επίπεδο κοινότητας, θα λέγαμε ότι «μια κοινότητα στην οποία ορισμένες ομάδες πιστεύουν σε «δεδομένες αλήθειες», δεν είναι βιώσιμη».

Οι δύο απόψεις αυτές είναι αντιφατικές. Είτε η ύπαρξη «ανορθολογιστών» αποδιοργανώνει την κοινότητα και την συνομοσπονδία, είτε δεν αποτελεί πρόβλημα. Εδώ παρατηρούμε μάλλον την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο να θεωρηθεί το ιδεώδες (της υποτιθέμενης «μειονότητας») των «ανορθολογιστών» ως κοινωνικά απαράδεκτο, κατακριτέο και εμμέσως «διωκόμενο» (π.χ. χλευασμένο από την «παιδεία» η οποία θα είναι στα χέρια της – υποτιθέμενης – πλειοψηφίας των «ορθολογιστών» δίχως να επιτρέπεται η παιδεία να περιέλθει στον ολικό ή μερικό έλεγχο των «ανορθολογιστών») και στη θεώρηση ότι αρκεί η υπακοή στους πολιτικούς-κοινωνικούς νόμους καθώς και να είναι η πλειοψηφία «ορθολογιστική», ώστε να παν καλά τα πράγματα.

Ο Φωτόπουλος προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον σκεπτικισμό για τις έσχατες δημοκρατικές αλήθειες και τις ηθικές συνέπειές τους. «Το γεγονός ότι μια δημοκρατική κοινωνία αντιπροσωπεύει μια συνειδητή επιλογή, δεν σημαίνει πως αυτή είναι αυθαίρετη. Αυτό συνεπάγεται σαφώς από το ίδιο το γεγονός ότι το πρόταγμα της αυτονομίας εμφανίζεται κατ’ επανάληψη στην Ιστορία, ιδίως σε περιόδους κρίσης τής ετερόνομης κοινωνίας». Το πρόταγμα της αυτονομίας ασφαλώς δεν ήταν αυθαίρετο: ήταν η άρνηση υπακοής στην επιβολή ενός κυρίαρχου.

Ήταν μια αντί-δραση. Αφετέρου δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε τις διάφορες οργανώσεις, π.χ. σοβιέτ ή Αθήνα, «πρόταγμα της αυτονομίας» με την στενή έννοια του όρου, αφού, όπως είπαμε, κι οι αμεσοδημοκράτες Αθηναίοι δεν διανοούνταν να νομοθετήσουν κατά της θρησκείας τους. Αλλού πάλι, γράφει: «Το γεγονός ότι το πρόταγμα για μια δημοκρατική κοινωνία δεν είναι αντικειμενικά θεμελιωμένο, δεν σημαίνει ότι «όλα περνάνε» και ότι είναι, ως εκ τούτου, αδύνατον να έχουμε ένα σαφές σύνολο αρχών για την αξιολόγηση κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, ή για την ανάπτυξη ενός συνόλου ηθικών αξιών για την αξιολόγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς». Γιατί «δεν σημαίνει»; Αυτό δεν το εξηγεί ο Φωτόπουλος.

stalin_klpΠροφανώς το θεωρεί ένα από τα αντικειμενικά αυτονόητα. Και επειδή το θεωρεί αντικειμενικώς αυτονόητο, ξεμπερδεύει αφενός με ένα ξερό «πρέπει»: ο ηθικός κώδικας, λέει, μπορεί να αλλάζει (με ορισμένες προϋποθέσεις), αλλά η ύψιστη αρχή της αυτονομίας-κοινότητας πρέπει να ανακηρυχθεί αναλλοίωτη στο διηνεκές. Αφετέρου το ρίχνει στο «και τι να κάνουμε»: «Αλλά, βεβαίως, η δημοκρατία δεν μπορεί να προσφέρει καμιά μόνιμη εγγύηση. Η δημοκρατία, όπως και η ίδια η ζωή, έχει ρίσκο και σε αυτό, ακριβώς, συνίσταται η ομορφιά της!».

Αφού λοιπόν «η ζωή είναι μαγκιά», που έλεγε και το αστείο πασοκικό σύνθημα, ξαφνικά όλα γίναν ρίσκο, πιθανότητες, και μάλιστα είναι και όμορφο ξαφνικά να διακινδυνεύει η δημοκρατική οργάνωση. Αλλά κανένας σώφρων δεν θεωρεί λ.χ. «ομορφιά» να διακινδυνεύει ανά πάσα στιγμή η ζωή του από δολοφονία. Όταν τα «ορθολογιστικά» επιχειρήματα εκλείπουν, ο Φωτόπουλος το ρίχνει σε έναν όμορφο μεταμοντέρνο συναισθηματισμό· λες και μόλις πριν δεν υπεραμυνόταν κατά των διάφορων «ανορθολογιστών» που θα δρουν κατά των αρχών της αυτονομίας-κοινότητας.

Από την άλλη μεριά, έχοντας καταλήξει στο ότι η ιδέα της αυτονομίας προϋποθέτει μια υπέρτερή της ηθική ή ένα (ηθικό) πρότυπο το οποίο να την υποβάλλει/επιβάλλει, δεν σημαίνει, όπως διάφοροι κρυφοπιστοί ισχυρίζονται ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει αντικειμενικά εξωτερική (εξωκοινωνική) θεμελίωση των αξιών. Αυτοί οι διανοητές – οι οποίοι με χαρά προσδοκούν την επανεμφάνιση του «Προσώπου» μετά το τέλος των Νέων Χρόνων – ταυτίζουν το επίπεδο του Είναι με το επίπεδο του Δέοντος.

Κατ’ αρχήν μια τέτοια ταύτιση μπορεί, με δεδομένα όσα είπαμε, να γίνει μόνο αν θεωρείται αξία η επιβίωση της κοινωνίας. Κατά δεύτερον, ακόμη κι αν πρέπει η κοινωνία, για να επιβιώσει, να πιστεύει πως οι αξίες της προέρχονται από έξω, από το μεταφυσικό Εκείθεν (δλδ να είναι «ετερόνομη»), αυτό δεν μας λέει/αποδεικνύει αντικειμενικά ούτε ποιο είναι το «αληθινό Εκείθεν» (ανάμεσα σε τόσες λ.χ. θρησκευτικές επιλογές) και κυρίως ούτε συνεπάγεται ότι έχει σημασία αν υπάρχει στην πραγματικότητα ένα μεταφυσικό Εκείθεν απ’ το οποίο αντλούνται οι αξίες.

Παραδείγματος χάριν, μπορεί μια κοινωνία να πιστεύει σε μια ψευδή θρησκεία και στο ότι οι αξίες της κοινωνίας δίδονται απ’ έξω, από το Εκείθεν της θρησκείας αυτής, η οποία ωστόσο να εκπληρώνει όλες τις χρησιμοθηρικές πραγματιστικές λειτουργίες της δίχως να είναι αληθής. Τότε τι θα μπορούσε να ειπωθεί; Ότι δεν εκπληρώνει τη κοινωνικώς χρησιμοθηρική-πραγματιστική λειτουργία της αυτή η θρησκεία, επειδή είναι ψευδής; Όμως έχουμε δει ότι τέτοια λειτουργία την έχουν εκπληρώσει κοινωνικά πολλές κι όχι μία θρησκείες· άρα κριτήριο «συνοχής» και επιβίωσης της κοινωνίας δεν ήταν η αντικειμενική αλήθεια της, αλλά η (εσφαλμένη) πίστη των μελών της κοινωνίας ότι οι (θρησκευτικής προέλευσης) αξίες αυτές είναι αντικειμενικές.

aak

Επομένως, συνοψίζοντας: «αυτονομία» με την καστοριαδική-φωτοπουλική έννοια είναι αδύνατη· αλλά από την άλλη η όντως «ετερόνομη» θέσμιση της κοινωνίας δεν συνεπάγεται τίποτε στο επίπεδο της αλήθειας για τις εκάστοτε πηγές της ετερόνομης θέσμισης.

ΠΗΓΗ: http://www.portaaurea.gr/page2.htm, (27/2/2007)

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από το ΜτΒ. Το θέμα ανέβηκε μετά από συνεννόηση με το συγγραφέα. Επίσης παρουσιάζω ένα μικρό βίντεο (10 λεπτών) με σκέψεις του Κορνήλιου Καστοριάδη με δική μου ευθύνη.

21 Σχόλια

  1. Είναι διάχυτη σε όλους μας η εντύπωση ότι ο υπερμοντέρνος κόσμος μας έχει πλέον εντονότερα την τάση να γίνεται περισσότερο «ανοικτός» σε προκλήσεις, λγότερο «δεμένος» από παραδεδομένους ηθικούς,ή άλλους κώδικες, και εν τέλει κατά αυτή την οπτική πιο ελεύθερος, πληρώνοντας βέβαια το κόστος της ανάλογης τάσης να γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνος.
    Αυτή η βιωματική στην ουσία της παραδοχή οδηγεί σε θεωρητικές συλλήψεις όπου το ρίσκο ως προβαλλόμενη αυτοαξία, αλλά και η αναγκαία διαχείρησή του μέσω της
    διαρκούς «αυτοθέσμισης» αποτελούν μέγιστα ζητούμενα..
    Οι συλλήψεις αυτές σαν π.χ. της περικετικής δημοκρατίας πέφτουν έτσι στο σφάλμα όλων των γενικών σχημάτων εξήγησης του κόσμου και του ανθρώπου…ενώ ακριβώς εκκινούν από το αντίθετο, ότι τέτοιες συλλήψεις δεν είναι δυνατόν να σταθούν..

  2. φιλε Πανο,

    γνωριζεις την δυσθυμια μου να «διαλεγομαι» ιστο-λογικα
    αλλα η ικανοποιηση μου βλεποντας σε να ασχολεισαι με το εμμονο σε μενα θεμα των πηγων του νομου μου δινει την προθυμια να πω δυο κουβεντουλες «αποστρακισμενες» απο την αναρτηση σου
    (ειχα ετοιμασει κατι νομικο-πολιτικα και γω να αναρτησω αλλα περιμενω να μεινη εναν μηνα η αναρτηση των «θεσεων» και υστερα θα δω τι θα τα καμω)

    λοιπον,
    τοσο η «ετερονομια» οσο και η αυτονομημενη «αυτονομια» ειναι εξισου ΑΝΟΜΙΕΣ
    η πρωτη σαν εκλειψη του νομου απο την συνειδηση του προσωπου
    η δευτερη σαν χαοτικο συστημα αλογων ατομικισμων
    η πολιτικη φυση του δια-λογου προϋποθετει εναν δοσμενο ΛΟΓΟ σαν πρωτη υλη πολιτικης ανα-λογιας (=λογικοτητας)

    για να μεινω στην ορολογια της αναρτησης σου: αυτονομη ενεργεια με ετερονομη φυση (αν και το «ετερονομη» αδικη την φυση του ΛΟΓΟΥ, αλλα τελος παντων)

    αντιθετα η «ανομια» της αγνης βιας των παιδιων μας ειναι κατα πολυ πιο νομιμη (της ανομιας του αστικου νομου) σαν βαθεια ηθικη (=αντι-μοραλιστικη), αφου δεν ειναι τιποτε αλλο απο την αμεση (κατα τον τροπο της ζωης ή και της εκσπερματωσης-συγκινησης) απαιτηση για ζωη απροϋποθετη
    βεβαια, στερουμενη ΛΟΓΟΥ δεν ολοκληρωνεται σε νεο νομο
    αλλα δεν ειναι λογος (εστω και χωματενιος, αλλα λογος παντως) η επιθυμια της ζωης και της ελευθεριας?
    απο την ανομια των αστων (ειτε διανοουμενων, ειτε ηλιθιων) ειναι κατα πολυ πιο νομιμη

    αλλα αυτα ειναι για διαλογο προσωπο προς προσωπο

    καλη συνεχεια!
    (…το θεμα των πηγων του νομου δεν μπορει να μεινη σε επιπεδο βιβλιογραφικο, θελει πολυ (δια)προσωπικο δουλεμα)

  3. Στην αρχαία Αθήνα η θρησκεία είχε κεντρικό ρόλο αλλά στη θρησκεία δεν υπήρχε τίποτε εξωκοσμικό. Υπο αυτή την έννοια η θρησκεία τους ήταν μια σημειολογία των φυσικών φαινομένων και της ενδοκοσμικής περαίωσης των πραγμάτων. Υπο αυτή την έννοια νομίζω ότι έχουν την πρώτη αυτοθέσμιση στην ανθρώπινη ιστορία.

    Ο Καστοριάδης θεωρεί κύριο πρόβλημα της αυτοθέσμισης τον αποκλεισμό από τις λειτουργίες της φαντασία που προκαλεί ο σύγχρονος καπιταλισμός κάτι που περιορίζει την αληθινή δημιουργικότητα από την οποία θα προκύψει μια αληθινή αυτοθέσμιση.

  4. το κεμενο του Γιαννη ξεκαθαριζει πολλλές απο τις μυθοποιησεις της Κατσοριαδικής εννοιας της αυτονομιας (που πιθανόν να μήν οφειλονται στον ιδιο τον Καστοριαδη)

  5. @ tsouknida (KAP KOUM)

    μένω στα «μέγιστα ζητούμενα» και στο «σφάλμα όλων των γενικών σχημάτων εξήγησης… ενώ εκκινούν από το αντίθετο».

    Γι αυτό είναι σημαντική η δημιουργική κριτική.

    @ vassilip

    αποδέχομαι το (δια) προσωπικό δούλεμα… και ευχαριστώ για τα ζητήματα της ..ανομίας που έθεσες.

    @ Greek Rider

    σ΄αυτό δεν έχεις απόλυτο άδικο. Όμως και η ορθόδοξη πίστη και πράξη στηρίζεται σε ενσάρκωση ή μάλλον καλύτερα σε ενανθρώπιση του Λόγου αφ’ ενός και αφ΄ετέρου, σε (άκτιστες) ενέργειες που εισέρχονται στον ιστορικό χωροχρόνο. Άρα έχουν θέση σε ζητήματα αυτοθέσμισης.

    @ Νοσφεράτος

    είναι σημαντικό να το τονίζεις αυτό. Είναι ώρα πια να μιλήσει και ο ίδιος ο Γιάννης. Εξάλλου αύριο θα αργήσω να απαντήσω (Θεού θέλοντος).

  6. Άβυσσος χωρίζει τον νεκρό Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο από το τραυματία ΜΑΤ-ατζη Διαμαντή Ματζούνη

    http://lesvos.wordpress.com/2009/01/10/3-19/

  7. Εύγε, πολύ ωραία ανάρτησι! 🙂

    Πρέπει να πω, ότι τα θέματα αυτά με απασχολούν και εμένα από πάρα πολύ καιρό και δεν προλαβαίνω να τα μελετάω όσο θα ήθελα……!!!

    Να τονίσω, πάνω σε αυτό:
    «Η ίδια η ιδέα ότι ο ηθικός κώδικας επιλέγεται δια ανάτασης του χεριού συνιστά ιδεαλισμό πρώτου μεγέθους. Ουδέποτε στην ιστορία έγινε κάτι τέτοιο…»

    ότι είναι λόγος εκπληκτικός! Θυμάμαι τον Θουκυδίδη να λέη μέσω του Ν.Μπουγάτσου, ότι επί Περικλέους ακόμη-ακόμη είχαμε «λόγω δημοκρατία, έργω δε ενός ανδρός αρχή»,ή κάπως έτσι. Ακόμη, επί Ρωμανίας δεν πρέπει να θεωρούμε, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ότι υπήρχε μοναρχία, αλλά υπήρχαν δημοκρατικές βάσεις, εν αντιθέσει με τις ψευδο»Άγιες Ρωμαϊκές Αυτοκρατορίες του Γερμανικού έθνους». Αυτό το υποστηρίζουν πολλοί, ο αξιόλογος γνωστός καθηγητής Δ. Κιτσίκης και άλλοι. Ακόμη και ο ….Γιάννης Κορδάτος που ξέρουμε, ότι έπαιρνε τις χείριστες δυνατές «πηγές», ενίοτε, για να βγάλη συμβατά με την ιδεολογία του(ιστορικός υλισμός) συμπεράσματα, είχε πη το εκπληκτικό, ότι ο Άγιος («αυτοκράτορας») Ιωάννης Γ’ Βατάτζης ο Ελεήμων είχε ένα πολίτευμα συγκεντρωτικής δημοκρατίας και όχι μοναρχίας!!!!!Εν αντιθέσει με τον Καστοριάδη, που κάνει «λήψιν αιτουμένου» βεβαίως-βεβαίως.

    Τώρα, σχετικά με την περιεκτική δημοκρατία, αν και εκτιμώ το πρόταγμα, πρέπει να πω, ότι είναι υπερβολικά η έννοια αυτή της αυτονομίας με τις αστικές δημοκρατικές θεωρίες. Δηλαδή, τότε που αντί του Δυτικού «ελέω Θεού» και των …..»Χριστιανικωτάτων Μεγαλειοτήτων» των Φράγκων Βασιληάδων, φτάσαμε στην εξύψωση της έννοιας του «Λαού», του «Νόμου», και του «Έθνους» ως υπέρτατων αξιών, που δίνουν το νόημα στο νέο αστικοδημοκρατικό πολίτευμα…
    Δεν ξέρω, αν συμφωνείτε με τούτο… Αλλά θα ήθελα να το μάθω. : )

  8. @manitaritoubounou, ο Καστοριάδης είχε έρθει σε σύγκρουση με το Λόγο τον οποίο θεωρούσε ότι υπερεκτιμάμε, όχι με τη λογική, αλλά με κάθε τι που προέρχεται από το υπάρχον πλαίσιο. Εκεί στηρίχτηκε και η σκέψη του για το ρόλο της φαντασίας που θα οδηγήσει σε κάτι πραγματικά νέο μέσω της πράξης.

  9. μτβ,
    αυτό που και σήμερα μου κάνει εντύπωση στην πδ είναι η απλοϊκότητά της στη σύλληψη της δημιουργίας της (μιας) ηθικής όσο και η άρνησή της να περιγράψει γιατί θα πρέπει να επιλεγεί η μία αντί της άλλης ηθικής, το ευρύτερου ηθικού πλαισίου. η απλοϊκότητα στην αντίληψη του τρόπου δημιουργίας οδηγεί σε λογική «ψηφοφορίες ανά πάσα στιγμή» και για κάθε θέμα, και για το θέμα της ηθικής, καθώς και για την τύχη (των λίγων ή όσων είναι ετερόνομοι) ή την ισηγορία (την άποψη των λίγων ή όσων είναι ετερόνομοι). άραγε έχει δικαίωμα η ετερόνομη μειονότητα ή ισχυρή μειονότητα μέσω της πρόσβασης στην παιδεία να αλλάξει αυτό που θεωρείται αυτονόητο για την π.δ.; η λογική (ο ορθολογισμός) είναι απλώς μία διαδικασία, και με διαφορετικά δεδομένα ως αφετηρία μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.

    από την άλλη η π.δ. σωστά λέει ότι αν δεν υπάρχει η κρίσιμη μάζα, δεν μπορεί να υπάρξει αυτονομία, αλλά η ασάφεια στο γιατί η αυτονομία (με την έννοια που της δίνει η π.δ.) θα έπρεπε να είναι το αγαθό με εντυπωσιάζει. η απάντηση του καστοριάδη είναι η αρχαία: δεν μπορούμε να σου απαντήσουμε στο «γιατί να θέλω να είμαι ελεύθερος;», απάντηση που -είτε το γνωρίζει κανείς είτε όχι- προϋποθέτει μια συγκεκριμένη αντίληψη για την ελευθερία ως την πραγματική, και συνεπακόλουθα την απόρριψη άλλων αντιλήψεων για την ελευθερία.

  10. @ agrolesvos,

    μάλλον για τρολλ μου φαίνεται αυτό…

    @ φιλαλήθης,

    νομίζω ότι το ερώτημα σου θέλει λίγο μελέτη. Πάντως για να πούμε όλη την αλήθεια:
    Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία κοντεύει να φάει όλα τα ψωμιά της.
    Η λαϊκή δημοκρατία ουσιαστική ήταν «αντιπροσωπευτικΉ’ μέσω της ηγεσίοας του κόματος.

    ΄Αρα; Αρα χρειαζόμαστε ανάπτυξη μορφών άμεσης δημοκρατίας. Απλά το πρόταγμα του Τάκη Φωτόπουλου έχει το μειονέκτημα ότι είναι «δυτικόφερτο»… και έχει κάποια προβλήματα. Ας τα συζητήσουμε λοιπόν.

    @ Greek Rider,

    σ’ αυτό συμφωνώ. Ο Λόγος του συστήματος ήταν αντίπαλός του. ¨Εχεις όμως διερωτηθεί γιατί ο Τ. Φωτόπουλος κάνει αυστηρή κριτική στον ύστερο Κ. Καστοριάδη;

    @ Γιάννης,

    αυτό που θέτεις είναι ένα από τα καίρια προβλήματα της «Π.Δ.». θα περίμενα να είχαν μπει από εκεί να σχολιάσουν. Δεν βλέπω τον ikonikos να μπαίνει ακόμα…

  11. @manitaritoubounou, ναι αυτό μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση γιατί νομίζω ότι το κάνει λόγω της εμβάθυνσης του Καστοριάδη στην ψυχανάλυση. Πολλοί νόμισαν ότι ο Καστοριάδης άλλαξε στρατόπεδο και πήγε με τους μεταμοντέρνους του απαθούς σκεπτικισμού.

    Όμως εκείνη την εποχή ο μεταμοντερνισμός του Λακάν και άλλων ήταν στο απόγειό του. Ο Καστοριάδης θέλησε να τους απαντήσει στη γλώσσα τους και γι’ αυτό καταδύθηκε σε πολύ σκοτεινά βάθη.

    Το συμπέρασμα και η απάντησή του ήταν ότι το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι (που υπονοεί η ψυχανάλυση) είναι κάτι υποκειμενικό και όχι αντικειμενικό όπως λένε οι ψυχαναλυτές φιλόσοφοι. Συνεπώς τα άτομα ασχέτως των εξηγήσεων που έδιναν νομιμοποιούνταν να αντιδρούν στο Λόγο του συστήματος χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογηθεί η συμπεριφορά τους ως ψυχολογική ερμηνεία.

    Σήμερα που το ρεύμα αυτό έχει υποχωρήσει έντονα οι ιδέες του Καστοριάδη όπως και του Φωτόπουλου λάμπουν περισσότερο από ότι τότε. Δε νομίζω όμως ότι είναι δίκαιο να μπει ο Καστοριάδης στο ίδιο τσουβάλι με αυτούς που είχε αντίπαλους. Γι’ αυτό με ξαφνιάζει η αντίδραση του Φωτόπουλου.

  12. @ Greek Rider

    Χμ μπορεί να έχεις δίκιο. Πάντως φαίνεται ότι ο Τ. Φωτόπουλος αναλύει τον Κ. Καστοριάδη μόνο σε «ορθολογιστικό» επίπεδο και χάνει τον κατ΄αυτό «ανορθόλογο».

    Είναι όμως αλήθεια ότι για να δημιουργήσεις όραμα θέλει νέο Λόγο, απέναντι στο Λόγο του συστήματος.
    Το αν ο Λόγος αυτός είναι και «Λόγος του Θεού», είναι μια θεολογική ιστορία, που ξεφεύγει απ’ αυτό τον σχολιασμό. Και θα φανεί σε κάποιους ακόμα πιο «ανορθόλογος» με «δυτικές’ προϋποθέσεις, απ’ ότι ο «ανορθολογισμός’ του Κ. Καστοριάδη…

  13. Μανιτάρι του Βουνού, δυστυχώς άργησα να δω την αναδημοσίευση της ανάρτησης σου, η οποία δυστυχώς διαστρεβλώνει, από άγνοια θέλω να πιστεύω, την έννοια της αυτονομίας και της δημοκρατίας με πρόσχημα την υποτιθέμενη μη ύπαρξη κάποιας «ηθικής» σε σχέση με αυτή, που βέβαια δεν έχει σχέση με την ανάλυση του Φωτόπουλου (αν και ο Καστοριάδης απέφυγε να σκιαγραφήσει πράγματι κάποιον ηθικό κώδικα που θα είναι συμβατός με το πρόταγμα της αυτονομίας, καταλήγοντας σε έναν ηθικό αγνωστικισμό για το πρόταγμα του, βέβαια η «ηθική» της αυτονομίας περιλαμβάνεται ουσιαστικά… στον ίδιο τον ορισμό της που ο Γιάννης -portaaurea έχει παρανοήσει ή αγνοεί στην ουσία του όπως θα δείξω παρακάτω σε αρκετά σημεία).

    Θα απαντήσω στο κυρίως άρθρο του Γιάννη-portaaurea σε μέρη που τα δουλεύω εδώ και κάποια ώρα και πιθανόν αργότερα αύριο και σε κάποια σχόλια:

    Αυτονομία σημαίνει η πολιτική κοινότητα όχι απλώς να θέτει τους νόμους της στον εαυτό της, όχι απλώς να μπορεί να το κάνει – δίχως εξωτερικές επεμβάσεις – αυτό, αλλά και να γνωρίζει ότι είναι η ίδια, εκείνη τη στιγμή, η οποία θεσπίζει τους νόμους αυτούς. Όχι ο Θεός, η Φύση, οι Πρόγονοι. Τέτοιο πράγμα δεν υπήρξε ποτέ βέβαια. Ούτε στην αρχαία Αθήνα. Διότι εκεί έλεγαν «έδοξε τω Δήμω» κ.λπ., ωστόσο προηγείτο η ρητή υπενθύμιση ότι κύριοι της πόλης είναι οι θεοί και οι ήρωές της.
    Η σοφιστική άποψη ότι η πόλη ανήκει στους άντρες της (ή είναι αυτοί) δεν επικράτησε. Αποσιωπάται (λ.χ. από τον Καστοριάδη·
    τις ίδιες απόψεις υποστηρίζει άκριτα ο Τ. Φωτόπουλος, όταν ισχυρίζεται ότι «η  πίστη ήταν προσωπική υπόθεση για τους Έλληνες που δεν αφορούσε ούτε την κοινότητα ούτε την πολιτεία»)
    ότι οι σοφιστές διώχτηκαν άγρια και αποτελεσματικότατα από τους αρχαίους Αθηναίους αμεσοδημοκράτες βάσει αμεσοδημοκρατικών ψηφισμάτων· άρα δεν γίνεται να ήταν ευρέως ή επισήμως αποδεκτή η πλήρης αυτονομία ή ο δικός τους ορισμός της πόλεως.
    Η αρχαία Αθήνα μάλιστα ενδιαφερόταν βαθύτατα για τα ζητήματα της κρατικής θρησκείας της και δίωκε όσους δεν την αποδέχονταν. Γενικά είναι αβάσιμη η θέση ότι η θρησκεία δεν ήταν στο επίκεντρο της αρχαίας πόλεως· οι συνελεύσεις άρχιζαν και τελείωναν με λατρευτικά τυπικά, διαλύονταν εάν υπήρχαν κακοί οιωνοί (π.χ. βροχή: Αριστοφάνη, Αχαρνής, στ. 195), ο βωμός ήταν το κέντρο της πόλεως κ.ο.κ. Το σπουδαιότερο είναι ότι κανείς δεν μπορούσε να γίνει άρχοντας εάν δεν δήλωνε πίστη στην κρατική θρησκεία. Ορθή είναι η άποψη ότι ο Διαφωτισμός δεν αιτούνταν «αυτονομία», διότι ισχυριζόταν ότι οι νόμοι ή οι συμβάσεις τις οποίες ήθελε να επιβάλλει προέρχονταν από τη «Φύση» κι όχι από την αντίληψη «εμείς θεσπίζουμε τους νόμους και ξέρουμε ότι είμαστε εμείς».

    Eδώ πρόκειται για μια ανιστόρητη εξήγηση του ρόλου της θρησκείας στην κλασική Αθήνα η οποία είχε καθαρά τελετουργικό και «συμβολικό» χαρακτήρα στη δημόσια ζωή και δεν έπαιζε ουσιαστικό ρόλο κοινωνικού ή ηθικού καθορισμού, όπως βέβαια γίνεται με τον Χριστιανισμό και τις αιώνιες «αλήθειες» του, γιατί οι αποφάσεις που αφορούσαν την κοινωνία παίρνονταν κατά βάση στην Εκκλησία του Δήμου που στηριζόταν στο δημοκρατικό ορθολογισμό από όσους θεωρούνταν τότε πολίτες και συμμετείχαν σε αυτή.

    Στην κλασική Αθήνα δεν υπήρχε καν η έννοια της ένωσης θρησκείας και πολιτείας όπως καθιερώνεται και συνταγματικά σε εμάς (εξ ου και το «έδοξε τη Βουλή και τω Δήμω έαντι του «εις το όνομα της Ομοουσίου Τριάδος κτλ. που εχει προοίμιο ο ανώτατος νόμος, δηλαδή το Σύνταγμα). Γι’ αυτό και η πίστη ήταν ουσιαστικά προσωπική υπόθεση στην οποία αναφέρεται ο Φωτόπουλος.

    Επίσης, το μεταφυσικό στοιχείο ήταν εντελώς απόν από τη θρησκεία αυτή και οι θεοί ηταν «ανθρωπόμορφοι», και βέβαια οι αρχαίοι δεν πίστευαν σε αναστάσεις, δευτέρες παρουσίες, μετά θάνατο ζωή μέσα σε παραδείσους ή κολάσεις ανάλογα με τις πράξεις του καθενός και παρόμοια ιουδαιοχριστιανικά κατασκευάσματα που δεν είχαν καμια σχέση με την κλασική παράδοση της αμφισβήτησης.

    Γι’ αυτό, άλλωστε, οταν ο Παύλος μίλησε στην Αθηναϊκή εκκλησία του Δήμου (παρόλο που μέχρι τότε βέβαια είχε παρακμάσει) για να τους «μυήσει» στη νέα θρησκεία, οι Αθηναίοι περιγελούσαν τις υπερφυσικές περιγραφές από τις μαρτυρίες. Και φυσικά οι 10 εντολές και οι αντίστοιχες «εντολές» των Ευαγγελίων ήταν πάλι ιουδαιοχριστιανικές εφευρέσεις που δεν είχαν πάλι καμια σχέση με την κλασική παράδοση της «ύβρεος».

    Σχετικά με τους σοφιστές, αφού ήταν αντιδημοκράτες και προσπαθούσαν στην πράξη να υπονομεύσουν με κάθε τρόπο το πολίτευμα καλώς δεν «διώκονταν»; Είναι σα να λέμε σήμερα ότι οι ελίτ δεν θα έπρεπε να πολεμώνται τη στιγμή που αντιμάχονται μια αυτόνομη, δημοκρατική κοινωνία !


    «Ωστόσο, αν οδηγήσουμε ώς το λογικό της τέλος την αντίληψη ότι «εμείς θεσπίζουμε τους νόμους», η «αυτονομία» παραμένει τυπική. Διότι «εμείς», ο καθένας και όλοι μαζί δεν είμαστε, τη στιγμή της θέσπισης ενός νόμου, tabula rasa, ανεπηρέαστοι από κάθε κοινωνικό, χρονικά πρότερο, δηλαδή μη «αυτόνομα» θεσπισμένο, έθιμο και ήθος. Τι μας «αρέσει», τι μάς είναι «δόξα» προέρχεται από την ατελείωτη χρονική αλυσίδα των εθίμων και των ηθών. Αυτό φαίνεται στους Αθηναίους, που ενώ έλεγαν το «έδοξε τω Δήμω», την ίδια στιγμή δίωκαν (ο Δήμος, στον οποίο τάχα «αυτόνομα» έδοξε έτσι) σοφιστές και ασεβείς.


    Και τα «ήθη και έθιμα» πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν; Είναι άσχετα με την θρησκεία και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα; Γιατί τότε τα ηθη και τα έθιμα μας σήμερα ελάχιστη έχουν σχέση με τα αρχαιοελληνικά η τα αντίστοιχα κινεζικα; Γιατί τα ήθη σε κάθε χριστιανική κοινωνία είναι παρόμοια και διαφέρουν βασικά από τα αντίστοιχα σε μια ισλαμική ή βουδιστική κοινωνία; Δεν διαμορφώνονται λοιπόν πάντα τα ήθη αυτά με βάση τις αποφάσεις κάποιων ανθρώπων (συνήθως ιερατείων) και κατόπιν οι ετερόνομες κοινωνίες τα υιοθετούν σαν δικά τους;

    Η διαφορά είναι λοιπόν απλά ότι εμείς θέλουμε σαν αυτόνομοι άνθρωποι να καθορίζουμε εμείς τα ήθη και τα έθιμα μας, φυσικά όχι με βάση ετερόνομες θρησκευτικές παραδόσεις και «αλήθειες».


    Βέβαια υπάρχει το αντεπιχείρημα ότι σταδιακά η «ετερονομία» θα καταργείται, άρα η επίδραση των χρονικά πρότερων «ετερόνομων» κοινωνικών θεσπίσεων στις αποφάσεις της κοινότητας θα ελαττώνεται. Αυτό δεν είναι ένα λογικό συμπέρασμα, είναι ένα ευχολόγιο, το οποίο επίσης ιδωμένο υπό το φως της αθηναϊκής εμπειρίας, απορρίπτεται ως αβάσιμο ή λιγότερο πιθανό. Επομένως το γεγονός ότι ξέρουμε ότι εμείς κι όχι οι θεοί ή η Φύση θεσπίζουμε τους νόμους μας δεν συνεπάγεται την «αυτονομία», διότι πάντοτε υπάρχουν (αφού δεν είμαστε tabula rasa) τα κριτήρια του ατομικού και συλλογικού μας γούστου ή «δόξας», τα οποία αναγκαστικά ανάγονται είτε μέσω ανθρώπων σε θεούς, προγόνους και ήρωες είτε στην «(ανθρώπινη) Φύση».


    Σαφώς γεννιόμαστε tabula rasa αλλά μετά πέφτει η διαδικασία κοινωνικοποίησης του ανθρώπου που… γράφει την tabula. Μην ξεχνάμε ότι κάποια παιδιά (λευκών, Χριστιανών κτλ. που μεγάλωσαν σε δάση εγκατελειμένα ήταν tabula rasa μέχρι μεγάλη ηλικία, ακριβώς γιατί δεν είχαν κοινωνικοποιηθεί (βλ. περίπτωση Kaspar Hauser).

    συνεχίζω σε επόμενο σχόλιο

  14. Κανείς δεν αποφασίζει κάτι απλώς «γιατί έτσι του έδοξε ότι είναι σωστό». Το γιατί τού έδοξε ότι είναι έτσι σωστό είναι προϊόν άλλων διεργασιών, οι οποίες ώς τώρα δεν είχαν καμμία σχέση με ψηφοφορίες και συνελεύσεις. Εδώ αξίζει να εξετάσουμε την άποψη του Τ. Φωτόπουλου για την «δημοκρατική ηθική» της κοινότητας, μέσα από αποσπάσματα ενός άρθρου του.
    «Μπορεί να υπάρξει ένα σύνολο κοινών ή γενικών ηθικών κριτηρίων βάσει των οποίων θα μπορούσαν να κριθούν οι ατομικές πράξεις, δηλαδή ένας κώδικας δημοκρατικής ηθικής, ο οποίος θα στηρίζεται στις βασικές αρχές οργάνωσης μιας δημοκρατικής κοινωνίας, δηλαδή μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας η οποία βασίζεται στην συνομοσπονδία των Δήμων ή των δημοκρατικών κοινοτήτων.
    Οι αρχές αυτές είναι:
    1. η αρχή της αυτονομίας και
    2.  η αρχή της κοινότητας.
    Από τη στιγμή που οι άνθρωποι θ’ αποδεχθούν τις βασικές αυτές δημοκρατικές αρχές, ένα πλήρες σύνολο ηθικών αρχών συνακολουθεί».
    Από τις δύο αυτές αρχές δεν συνακολουθεί κανένα συγκεκριμένο σύνολο δημοκρατικών ηθικών αρχών· το αντίθετο, μπορεί να προκύψουν τα πιο αντιφατικά. Το αντιφατικό έγκειται στο ότι η ιδέα της αυτονομίας, ως κάτι που οι άνθρωποι αποδέχονται, δεν μπορεί να προάγεται από την ίδια την ιδέα της αυτονομίας. Για να έχουν δηλαδή οι άνθρωποι αποδεχτεί ως ύψιστη ηθική αρχή (και κριτήριο του ευρύτερου ηθικού κώδικα) την αρχή της αυτονομίας πρέπει να τούς το υπαγορεύει κάποια υπέρτερη ηθική αρχή, που θα λέει: «η αυτονομία είναι Καλό».


    Εδώ γίνεται σαφής διαστρέβλωση της φιλοσοφικής θεμελίωσης της περιεκτικής δημοκρατίας η οποία μιλάει για μια αυτοστοχαστική και αξιωματική επιλογή ανάμεσα στην ετερονομία και την αυτονομία. Αυτή η επιλογή δεν είναι αυθαίρετη και δεν υπαγορεύεται από κάποια «υπέρτερη ηθική αρχή» αλλά μέσα από τα συμπεράσματα της εκτενούς ορθολογικής ανάλυσης (όπως στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία- 10 Χρόνια Μετά) που γίνεται για τα αίτια της πολυδιάστατης κρίσης, για το πού οφείλεται η κυριαρχία ανθρώπου από άνθρωπο και γιατί η ατομική και συλλογική αυτονομία σημαίνει την κατάλυση της μέσα από τον αυτο-καθορισμό του ανθρώπου και παράλληλα τον ισότιμο καθορισμό των νόμων της κοινότητας του, κάτι που μπορεί να γίνει μόνο μέσα σε μια πραγματική δημοκρατία.

    Από εκεί και πέρα ακριβώς δεν υπάρχει υπέρτερη αρχή που να «επιβάλλει» την επιλογή της αυτονομίας έναντι της ετερονομίας, διότι πολύ απλά αυτό θα ήταν ασύμβατο με την ίδια την έννοια της αυτονομίας!

    Επίσης, η «ετερονομία σταδιακά θα καταργείται» όχι «αυτόματα», λόγω κάποιων τάσεων ή νόμων ( φυσικών, ψυχικών) κτλ. αλλά μόνο εφόσον υπάρχει μια διαρκής πρακτική δημοκρατίας και αυτονομίας και επομένως με βαση τη συνεχή ζύμωση των πολιτών με τους περιεκτικοδημοκρατικούς θεσμούς που εξασφαλίζουν την ισοκατανομή δύναμης στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, πράγμα που θα αποτελεί διαρκή επαναβεβαίωση από την κοινότητα των δημοκρατικών αρχών και του δημοκρατικού ορθολογισμού ως αρχή της αυτοθέσμισης της κοινωνίας.


    Η αρχή της κοινότητας, από την άλλη μπορεί να συνεπάγεται όχι απαραίτητα την ισότητα (γεωμετρική ή αριθμητική, αδιάφορο), αλλά λ.χ. την αντιδημοκρατική ιεραρχία προς όφελος της κοινότητας· είναι δηλαδή αξιολογικά ουδέτερη αρχή, κι επομένως δεν παράγει ηθικό κώδικα. Διότι από την αρχή ότι ύψιστο Καλό είναι η Κοινότητα μπορεί να πει κανείς και λ.χ. «το Καλό της Κοινότητας επιβάλλει ο Φωτόπουλος να φυλακιστεί, γιατί την διασπά καθιστώντας την ευάλωτη».

    Καταρχάς, ακόμα και αν παίρναμε μόνο την αρχή της κοινότητας (κάτι που δεν κάνει ο Φωτόπουλος), υπάρχουν πολλές ανθρωπολογικές μελέτες που δείχνουν οτι όταν οι άνθρωποι είχαν πραγματικές κοινότητες η τάση ήταν για μεγαλύτερη ισότητα και αυτό για διάφοροους λόγους (βλ. π.χ. εργασία του Taylor)

    Προφανώς, όμως, δεν κατάλαβες ότι η αρχή της αυτονομίας και η αρχή της κοινότητας που αναφέρει ο Φωτόπουλος πάνε μαζί, δεν διασπώνται, γι’ αυτό και κανείς βέβαια δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της κοινότητας και παράλληλα να την ετερονομεί σε μια δημοκρατική κοινωνία.

    Συμπέρασμα: δεν επαρκεί η αρχή της κοινότητας ούτε και ο συνδυασμός αυτονομίας-κοινότητας ως ύψιστων αρχών, διότι αυτός προαπαιτεί μια (εκτός περιεκτικής δημοκρατίας) ηθική η οποία θα θεωρεί την αυτονομία (και την κοινότητα, φυσικά) ως καλό. «Το σύνολο», συνεχίζει ο Τ. Φωτόπουλος, «των ηθικών αξιών, το οποίο μπορεί να αντληθεί από τις βασικές οργανωτικές αρχές, θα συνιστούσε, λοιπόν, έναν «καταστατικό» κώδικα δημοκρατικής ηθικής, για τον οποίο θα αποφάσιζαν οι συνελεύσεις, και ο οποίος θα υπόκειτο σε αλλαγή μόνο με ειδικές πλειοψηφίες και απαρτία».
    Η ίδια η ιδέα ότι ο ηθικός κώδικας επιλέγεται δια ανάτασης του χεριού συνιστά ιδεαλισμό πρώτου μεγέθους. Ουδέποτε στην ιστορία έγινε κάτι τέτοιο, ούτε καν στην Αθήνα. Ακόμη και στις άλλες περιπτώσεις δημιουργίας «αυτόνομων» κοινοτήτων, ψηφίζονταν όχι ηθικοί κώδικες – κι αν ψηφίζονταν, δεν ίσχυαν – αλλά πολιτικοί-κοινωνικοί νόμοι· όλα τα δεδομένα που έχουμε μάς αναγκάζουν να δεχτούμε ότι η ηθική (τόσο ως κώδικας καθημερινής συμπεριφοράς όσο και ως κοινωνικοί νόμοι) δόθηκε από ένα άτομο ή μια ομάδα σοφών, τα οποία λογαριαζόταν ως σοφοί.


    Εδώ μάλλον θα αστειεύεσαι καθότι ο ηθικός κώδικας σε χώρες που η θρησκεία παίζει οριακό, αν όχι μηδαμινό ρόλο πλέον, όπως η Βρετανία, πώς αποφασίζεται; Δεν αποφασίζεται με ανάταση των χειρών στο κοινοβούλιο που παραδοσιακά έχει τη δύναμη να πάρει οποιαδήποτε απόφαση χωρίς να δεσμεύεται από βασιλιάδες, λόρδους κτλ.; Οι διάφοροι νόμοι που ψηφίζονται κάθε μέρα δεν καθιερώνουν και κανόνες ηθικής (το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που είναι συμβατό με αυτούς); Όπως είναι αναμενόμενο, οι ηθικοί αυτοί κώδικες σε μια χώρα σαν τη Βρετανία εκφράζουν το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», όπως αντίστοιχα σε μια περιεκτική δημοκρατία θα εκφράζουν το δικό της θεσμικό πλαίσιο.

    Ιδεαλισμός όμως είναι το να υπονοούμε ότι θα ψηφίζονται «ηθικοί κώδικες» από το… πουθενά, τη στιγμή που μια περιεκτική δημοκρατία ήδη από το στάδιο της αρχικής εγκατάστασης της στις δημοτικές συνελεύσεις ως το στάδιο που θα είναι κυρίαρχη θέτει την αρχή της αυτονομίας ως προϋπόθεση αναπαραγωγής της ως πολιτεύματος μέσα από τους περιεκτικοδημοκρατικούς θεσμούς και όχι μόνο από μια «ιδεαλιστική» και εκτός ζύμωσης με τους θεσμούς θέσπιση «ηθικών κωδίκων» -έτσι αόριστα!- από την κοινότητα, λες και αυτοί οι κώδικες δεν έχουν σχέση με την ελευθερία (ατομική και συλλογική αυτονομία) που εξασφαλίζουν οι θεσμοί στους ανθρώπους αυτούς και τις κοινότητες τους!

    Είναι εμφανές εδώ ότι ο Φωτόπουλος μιλάει για ηθικούς κώδικες από μια συνέλευση περιεκτικού δήμου, δηλαδή οι δημοκρατικοί θεσμοί θα έχουν ήδη σε μεγάλο βαθμό γίνει ηγεμονικοί και συνεπώς αυτοί οι δημοκρατικοί κώδικες δεν θα είναι ουρανοκατέβατοι!


    Δεν έγινε καμμία συνέλευση του Δήμου ώστε να αποφασιστούν οι νόμοι της πρώτης δημοκρατίας· ο Κλεισθένης έδωσε τους νόμους. Ασφαλώς ότι δεν έγινε ώς τώρα δεν είναι απίθανο να συμβεί στο μέλλον. Όμως εδώ μιλάμε για ηθική, δηλαδή για κανόνες και σκέψεις που μας έρχονται αυθόρμητα κάθε στιγμή που πρόκειται να αποφασίσουμε κάτι προσωπικά. Καμμία απόφαση δι’ ανάτασης του χεριού δεν προκαλεί δέος τέτοιο, ώστε να μην αθετηθεί. Και για μεν τους πολιτικούς-κοινωνικούς νόμους, η γνώση της σχετικότητάς τους (ότι δεν ισχύουν για όλη την ανθρωπότητα, ότι δεν δόθηκαν από το Θεό ή τη Φύση απευθείας, ότι κάποτε θα απαρχαιωθούν, ότι έχουν χρονική αρχή θέσπισης) δεν συνιστά εμπόδιο στην αποδοχή και υπεράσπισή τους από το άτομο· ωστόσο  η γνώση της σχετικότητας ενός ηθικού νόμου οδηγεί νομοτελειακά στην κατάλυσή του από το άτομο.


    Η μόνη «ηθική» -αν το θέτεις έτσι- που προτάσσεται από την ΠΔ πριν τη δημιουργία περιεκτικοδημοκρατικών θεσμών είναι η αυτοστοχαστική επιλογή της αυτονομίας έναντι της ετερονομίας μέσα από μια ενδελεχή ορθολογική ανάλυση για τους λόγους που αυτή η επιλογή είναι κομβικής σημασίας για την ελευθερία του ανθρώπου.

    Από τη στιγμή όμως που κάποιος επιλέξει την αυτονομία, υπάρχουν πλείστες λογικές συνέπειες (που μπορούν πάλι να αναλυθούν) με βάση αυτήν την αξιωματική επιλογή.


    Κάθε ιστορικό παράδειγμα είναι υπέρ αυτής της άποψής μας. Επομένως η άποψη ότι «Σε μια συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία,…. δεν πρέπει να υπάρχει σύγκρουση μεταξύ προσωπικής και συλλογικής ηθικής. Και αυτό, διότι τόσο ο κώδικας των ηθικών κανόνων ο οποίος θα καλύπτει περιεκτικά τις βασικές ηθικές επιλογές για τις οποίες οι άνθρωποι φιλοσοφούν αιώνες τώρα, όσο και οποιεσδήποτε μη βασικές ηθικές επιλογές σε ζητήματα της καθημερινής ζωής, θα αποφασίζονται δημοκρατικά στις συνελεύσεις, όπου ο κάθε πολίτης θα έχει την ευκαιρία να συμμετέχει στην διαμόρφωση των σχετικών αποφάσεων», δεν ισχύει προδήλως.
    Κι αυτό όχι μόνο διότι είναι αδύνατη η επιβίωση ενός ηθικού κώδικα που γνωρίζουμε ότι είναι σχετικός, όχι διότι θα υπάρξουν άνθρωποι οι οποίοι θα αποδέχονται ως πηγή της ηθικής όχι την Κοινότητα αλλά τη Φύση, το Θεό κ.λπ., αλλά και για ένα τρίτο λόγο: είναι μεν εύκολο να πειστεί κανείς μειοψηφών ότι οφείλει να σεβαστεί τους πολιτικούς-κοινωνικούς νόμους της Κοινότητας, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν θα αποδεχθεί ως ηθικό καθημερινό κώδικα μια εντολή η οποία απλώς φάνηκε «ηθική» στην πλειοψηφία. Ούτε θα την αποδεχτεί ούτε θα την εφαρμόσει και μάλιστα θα θεωρεί τον εαυτό του ανελεύθερο εάν εξαναγκάζεται να υιοθετήσει μια ηθική (έστω μία εντολή) την οποία καταψήφισε.


    Εδώ πάλι αναμασάται η ίδια προβληματική θεμελίωση. Και πώς δημιουργούνται οι «αρχικοί» ηθικοί κανόνες αν όχι από την κοινωνικοποίηση που λαμβάνουν οι άνθρωποι μέσα από τους θεσμούς και την παιδεία της κοινωνίας στην οποία ζουν; Μήπως από εξωκοσμικούς παράγοντες;

    Αν ο μειοψηφών σε θεμελιακό ζήτημα όπως η πηγή της ελευθερίας του ανθρώπου, πάνω στην οποία θα στηρίζεται ο περιεκτικός Δήμος, δηλαδή η ατομική και συλλογική αυτονομία, δε δέχεται την κυρίαρχη δημοκρατική/αυτόνομη αξία της κοινότητας, τότε προφανώς θα «αισθάνεται ελεύθερος» μόνο όταν ετερονομεί τους υπόλοιπους (ή στην καλύτερη απλά ετερονομείται), κάτι που βέβαια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από τη δημοτική συνέλευση και σαφώς αυτός θα πρέπει να υπαχθεί στην «ηθική» της πλειοψηφίας από τη στιγμή που δεν θα μπορεί να πείσει ορθολογικά για κάτι τέτοιο. Σε περίπτωση που δεν μπορεί να ζήσει σε έναν περιεκτικό Δήμο, τότε μπορεί ίσως να αυτοεξοριστεί.

    Εκτός βέβαια και αν πείσει δημοκρατικά την πλειοψηφία ότι οι θεσμοί που προτείνει και το αντίστοιχο κοινωνικό παράδειγμα τους είναι πιο «ηθικό» και οδηγεί στην ελευθερία του ανθρώπου και των κοινοτήτων του, απ΄ότι το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα της αυτονομίας, της αυτοθέσμισης της κοινότητας και της αμφισβήτησης των νόμων της από τους πολίτες της που γίνεται σε μια περιεκτικοδημοκρατική κοινωνία.

    Σε αυτήν την περίπτωση είναι εμφανές ότι η περιεκτική δημοκρατία θα έχει αποτύχει.

    συνεχίζω…

  15. Τελευταίο μέρος…

    Όπως σήμερα δεν αποδέχονται, ούτε καταδέχονται να αποδεχτούν, οι μειοψηφίες τον ηθικό κώδικα της πλειοψηφίας απλώς και μόνο επειδή είναι ο κώδικας της πλειοψηφίας, έτσι αναμένεται να ισχύει και σε μια «περιεκτική δημοκρατία». Κατά τον Τ. Φωτόπουλο βέβαια «στο μέτρο που οι άνθρωποι αυτοί [= όσοι θεωρούν ότι η ηθική δίνεται από το Θεό, τη Φύση κ.ο.κ.] παραμένουν μειοψηφία (ας ελπίσουμε φθίνουσα μέσω της παιδείας σε μια δημοκρατική κοινωνία), η σύγκρουση της προσωπικής ηθικής τους με την συλλογικά καθορισμένη ηθική, δεν θα πρέπει να αποτελεί πρόβλημα για την κοινότητα ως σύνολο», ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι «μια συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία, στην οποία ορισμένες κοινότητες πιστεύουν σε «δεδομένες αλήθειες» (δηλαδή αλήθειες ή αξίες οι οποίες δεν προέρχονται από έναν ορθολογικό δημοκρατικό διάλογο αλλά από «ιερούς» νόμους δοσμένους από τον Θεό, ή από σπιριτουαλιστικες αλήθειες, ή ακόμη από «νόμους» αντλημένους από μια συγκεκριμένη ανάγνωση της κοινωνικής και/ή φυσικής εξέλιξης), δεν είναι βιώσιμη»· αν ανάγουμε τη δεύτερη δήλωση στο επίπεδο κοινότητας, θα λέγαμε ότι «μια κοινότητα στην οποία ορισμένες ομάδες πιστεύουν σε «δεδομένες αλήθειες», δεν είναι βιώσιμη».


    Προφανώς άλλο όταν λέμε κοινότητες (δηλαδή περιεκτικοί δήμοι) σε μια συνομοσπονδία και εντελώς άλλο ομάδες μέσα σε μια κοινότητα.

    Εδώ καταρχάς γίνεται παρανόηση της έννοιας της πλειοψηφίας, καθότι βέβαια η αστική αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» είναι ολιγαρχικό σύστημα και δεν βασίζεται σε κάποια πλειοψηφία αλλά ακριβώς σε μια μικρή μειοψηφία των ελίτ. Η πλειοψηφία έχει νόημα μόνο σε μια αμεσοδημοκρατική κοινωνία όπου η εξουσία ασκείται απευθείας από το λαό.

    Έπειτα, πού βασίζεις ότι και μόνο «επειδή είναι ο κώδικας της πλειοψηφίας» δεν θα καταδεχτούν να δεχτούν τον ηθικό της κώδικα οι πολίτες, τη στιγμή που ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΙ θα συμμετέχουν στη διαμόρφωση του, ισότιμα, κάτι που βέβαια δε συμβαίνει σε κανένα άλλο σύστημα; Μήπως το βασίζεις σε κάποιες υποτιθέμενες «ψυχικές τάσεις» του ανθρώπου να ακούν για «πλειοψηφία» και να νομίζουν ότι είναι αρνητικό ή μήπως αυτό έχει σχέση με την κυρίαρχη στρεβλή έννοια της «δημοκρατίας» που απλά έχει επικρατήσει μέσω της εξουσίας των ελίτ επάνω στην παιδεία εδώ και 200 χρόνια και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την περιεκτική δημοκρατία;


    Οι δύο απόψεις αυτές είναι αντιφατικές.
    Είτε η ύπαρξη «ανορθολογιστών» αποδιοργανώνει την κοινότητα και την συνομοσπονδία, είτε δεν αποτελεί πρόβλημα. Εδώ παρατηρούμε μάλλον την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο να θεωρηθεί το ιδεώδες (της υποτιθέμενης «μειονότητας») των «ανορθολογιστών» ως κοινωνικά απαράδεκτο, κατακριτέο και εμμέσως «διωκόμενο» (π.χ. χλευασμένο από την «παιδεία» η οποία θα είναι στα χέρια της – υποτιθέμενης – πλειοψηφίας των «ορθολογιστών» δίχως να επιτρέπεται η παιδεία να περιέλθει στον ολικό ή μερικό έλεγχο των «ανορθολογιστών») και στη θεώρηση ότι αρκεί η υπακοή στους πολιτικούς-κοινωνικούς νόμους καθώς και να είναι η πλειοψηφία «ορθολογιστική», ώστε να παν καλά τα πράγματα.


    Δεν υπάρχει καμία αντίφαση εδώ, απλά μάλλον δεν κατάλαβες τι γράφει ο Φωτόπουλος. Σαφώς και αν η μειοψηφία σε έναν Δήμο είναι ανορθολογική δεν θα υπάρχει πρόβλημα, αλλά αυτό που γράφει είναι ότι θα υπάρχει πρόβλημα αν η πλειοψηφία σε κάποιους δήμους της συνομοσπονδίας, δηλαδή αυτό που αναφέρει ως «κοινότητες» παραπάνω (που πάυουν έτσι ουσιαστικά να είναι δήμοι καθότι οι πλειοψηφίες τους δεν στηρίζονται στον δημοκρατικό ορθολογισμό για τη θέσμιση των νόμων τους) είναι ανορθολογική, οπότε βέβαια δεν θα υπάρχει ουσιαστική δυνατότητα συνεννόησης και πιθανόν οι «δήμοι» αυτοί να πρέπει να φύγουν από τη συνομοσπονδία ή εναλλακτικά ίσως να δεσμευτούν ρητά και χωρίς καμία παρέκκλιση ότι θα δέχονται (όπως και οι υπόλοιποι) τις αποφάσεις της συνομοσπονδίας και τις δημοκρατικές αρχές της.


    Ο Φωτόπουλος προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον σκεπτικισμό για τις έσχατες δημοκρατικές αλήθειες και τις ηθικές συνέπειές τους. «Το γεγονός ότι μια δημοκρατική κοινωνία αντιπροσωπεύει μια συνειδητή επιλογή, δεν σημαίνει πως αυτή είναι αυθαίρετη. Αυτό συνεπάγεται σαφώς από το ίδιο το γεγονός ότι το πρόταγμα της αυτονομίας εμφανίζεται κατ’ επανάληψη στην Ιστορία, ιδίως σε περιόδους κρίσης τής ετερόνομης κοινωνίας». Το πρόταγμα της αυτονομίας ασφαλώς δεν ήταν αυθαίρετο: ήταν η άρνηση υπακοής στην επιβολή ενός κυρίαρχου.


    Αυτή είναι μια «μερική» (με την αρνητική έννοια της ελευθερίας που έχουν εισαγάγει οι φιλελεύθεροι, ως «ελευθερία από», η οποία προάγει αποκλειστικά την ατομική αυτονομία) περιγραφή της αυτονομίας (δηλαδή απλά η «άρνηση υπακοής» στην επιβολή ενός κυρίαρχου) που παραβλέπει απλοϊκά την έννοια της αυτονομίας ως αυτοκαθορισμού του ανθρώπου μέσω της αμφισβήτησης των νόμων της κοινότητας του (ατομική αυτονομία) και ταυτόχρονα του αυτοκαθορισμού της κοινότητας αυτής (συλλογική αυτονομία).

    Αν επιλέξεις λοιπόν την αυτονομία (ατομική και συλλογική, όπως είναι η μόνη πραγματική της έννοια), είναι λογικό επακόλουθο ότι δεν θα δέχεσαι ούτε κατά διάνοια βέβαια να υπακούσεις κάποιον κυρίαρχο, αλλά αυτό θα προέρχεται πρώτιστα λόγω της απελευθερωτικής δυνατότητας σου να καθορίζεις και να δημιουργείς τον κόσμο σου ισότιμα με τους άλλους ανθρώπους (κάτι που αποκλείει και το ενδεχόμενο…να γίνεις εσύ ο κυρίαρχος ώστε να το κάνεις).


    Ήταν μια αντί-δραση. Αφετέρου δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε τις διάφορες οργανώσεις, π.χ. σοβιέτ ή Αθήνα, «πρόταγμα της αυτονομίας» με την στενή έννοια του όρου, αφού, όπως είπαμε, κι οι αμεσοδημοκράτες Αθηναίοι δεν διανοούνταν να νομοθετήσουν κατά της θρησκείας τους. Αλλού πάλι, γράφει: «Το γεγονός ότι το πρόταγμα για μια δημοκρατική κοινωνία δεν είναι αντικειμενικά θεμελιωμένο, δεν σημαίνει ότι «όλα περνάνε» και ότι είναι, ως εκ τούτου, αδύνατον να έχουμε ένα σαφές σύνολο αρχών για την αξιολόγηση κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, ή για την ανάπτυξη ενός συνόλου ηθικών αξιών για την αξιολόγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς». Γιατί «δεν σημαίνει»; Αυτό δεν το εξηγεί ο Φωτόπουλος.

    Προφανώς το θεωρεί ένα από τα αντικειμενικά αυτονόητα. Και επειδή το θεωρεί αντικειμενικώς αυτονόητο, ξεμπερδεύει αφενός με ένα ξερό «πρέπει»: ο ηθικός κώδικας, λέει, μπορεί να αλλάζει (με ορισμένες προϋποθέσεις), αλλά η ύψιστη αρχή της αυτονομίας-κοινότητας πρέπει να ανακηρυχθεί αναλλοίωτη στο διηνεκές. Αφετέρου το ρίχνει στο «και τι να κάνουμε»: «Αλλά, βεβαίως, η δημοκρατία δεν μπορεί να προσφέρει καμιά μόνιμη εγγύηση. Η δημοκρατία, όπως και η ίδια η ζωή, έχει ρίσκο και σε αυτό, ακριβώς, συνίσταται η ομορφιά της!».


    Αυτό είναι εντελώς λάθος, γιατί όπως έχει γράψει ο Φωτόπουλος υπάρχουν λογικές και ηθικές συνέπειες που μπορεί ορθολογικά να δειχτούν ως συμβατές με την αξιακή μας επιλογή της αυτονομίας έναντι της ετερονομίας που «δεσμεύουν» και ηθικά τους αυτόνομους ανθρώπους.

    Μάλιστα, ο ίδιος έχει προσπαθήσει να σκιαγραφήσει την ηθική που είναι συμβατή με την αυτοστοχαστική επιλογή της αυτονομίας έναντι της ετερονομίας σε μια περιεκτικοδημοκρατική κοινωνία όπως οι αξίες της κοινότητας, της αλληλεγγύης, της αμοιβαιότητας κτλ., που βέβαια θα είναι σε άμεση συνάρτηση, όπως έγραψα, με τους θεσμούς ισοκατανομής δύναμης σε όλα τα επίπεδα.

    Για του λόγου το αληθές δείτε την κριτική αξιολόγηση του Μπλιώνη επάνω στο θέμα αυτό:

    Click to access Blionis.pdf

    όπου μπορείτε να δείτε μια παρουσίαση των διαφορών στην ηθική συνέπεια του προτάγματος της αυτονομίας μεταξύ Φωτόπουλου και του «αγνωστικιστή» Καστοριάδη.


    Αφού λοιπόν «η ζωή είναι μαγκιά», που έλεγε και το αστείο πασοκικό σύνθημα, ξαφνικά όλα γίναν ρίσκο, πιθανότητες, και μάλιστα είναι και όμορφο ξαφνικά να διακινδυνεύει η δημοκρατική οργάνωση. Αλλά κανένας σώφρων δεν θεωρεί λ.χ. «ομορφιά» να διακινδυνεύει ανά πάσα στιγμή η ζωή του από δολοφονία. Όταν τα «ορθολογιστικά» επιχειρήματα εκλείπουν, ο Φωτόπουλος το ρίχνει σε έναν όμορφο μεταμοντέρνο συναισθηματισμό· λες και μόλις πριν δεν υπεραμυνόταν κατά των διάφορων «ανορθολογιστών» που θα δρουν κατά των αρχών της αυτονομίας-κοινότητας.


    Καλά εδώ, το να κατηγορείς τον Φωτόπουλο για «συναισθηματικό μεταμοντερνισμό» και άλλα όπως «η ζωή είναι μαγκιά» είναι εντελώς αστοιχείωτο ως αστείο, λόγω άγνοιας ελπίζω, καθώς καμία σχέση δεν έχουν με όλη την ανάλυση του Φωτόπουλου (όπως π.χ. η αντισυστημικότητα) η οποία ακριβώς στηρίζεται στις λογικές (και ηθικές) συνέπειες που προέρχονται από την θεμελιακή επιλογή της αυτονομίας και η οποία αλλάζει όλο το πλαίσιο μέσα από το οποίο βλέπουμε και αναλύουμε τα κοινωνικά φαινόμενα.


    Από την άλλη μεριά, έχοντας καταλήξει στο ότι η ιδέα της αυτονομίας προϋποθέτει μια υπέρτερή της ηθική ή ένα (ηθικό) πρότυπο το οποίο να την υποβάλλει/επιβάλλει, δεν σημαίνει, όπως διάφοροι κρυφοπιστοί ισχυρίζονται ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει αντικειμενικά εξωτερική (εξωκοινωνική) θεμελίωση των αξιών. Αυτοί οι διανοητές – οι οποίοι με χαρά προσδοκούν την επανεμφάνιση του «Προσώπου» μετά το τέλος των Νέων Χρόνων – ταυτίζουν το επίπεδο του Είναι με το επίπεδο του Δέοντος.
    Κατ’ αρχήν μια τέτοια ταύτιση μπορεί, με δεδομένα όσα είπαμε, να γίνει μόνο αν θεωρείται αξία η επιβίωση της κοινωνίας. Κατά δεύτερον, ακόμη κι αν πρέπει η κοινωνία, για να επιβιώσει, να πιστεύει πως οι αξίες της προέρχονται από έξω, από το μεταφυσικό Εκείθεν (δλδ να είναι «ετερόνομη»), αυτό δεν μας λέει/αποδεικνύει αντικειμενικά ούτε ποιο είναι το «αληθινό Εκείθεν» (ανάμεσα σε τόσες λ.χ. θρησκευτικές επιλογές) και κυρίως ούτε συνεπάγεται ότι έχει σημασία αν υπάρχει στην πραγματικότητα ένα μεταφυσικό Εκείθεν απ’ το οποίο αντλούνται οι αξίες.

    Πάλι φαίνεται ότι δεν έχεις καταλάβει ότι δεν μπορεί να δειχτεί ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ κάτι τέτοιο, διότι θα αντίκειτο στην αρχή της αυτονομίας που είναι η αρχή πάνω στην οποία βασίζεται μια περιεκτική δημοκρατία και η οποία είναι ασύμβατη με “αντικειμενικούς νόμους”.

    Η ανάγκη για αυτονομία μπορεί μεν να αναδειχτεί μόνο μέσα από μια εκτενή ορθολογική ανάλυση (όπως αυτή που έχει γίνει στο βιβλίο ΠΔ- 10 Χρόνια Μετά) που αντλεί συμπεράσματα και από αντικειμενικά στοιχεία, αλλά η επιλογή της από κάποιον ως θεμέλιο της φιλοσοφίας του και των αντίστοιχων θεσμών των ανθρώπων και της κοινωνίας μπορεί να γίνει μόνο αυτοστοχαστικά/υποκειμενικά και όχι “αντικειμενικά” όπως φαίνεται να επιζητείς.


    Παραδείγματος χάριν, μπορεί μια κοινωνία να πιστεύει σε μια ψευδή θρησκεία και στο ότι οι αξίες της κοινωνίας δίδονται απ’ έξω, από το Εκείθεν της θρησκείας αυτής, η οποία ωστόσο να εκπληρώνει όλες τις χρησιμοθηρικές πραγματιστικές λειτουργίες της δίχως να είναι αληθής. Τότε τι θα μπορούσε να ειπωθεί; Ότι δεν εκπληρώνει τη κοινωνικώς χρησιμοθηρική-πραγματιστική λειτουργία της αυτή η θρησκεία, επειδή είναι ψευδής; Όμως έχουμε δει ότι τέτοια λειτουργία την έχουν εκπληρώσει κοινωνικά πολλές κι όχι μία θρησκείες· άρα κριτήριο «συνοχής» και επιβίωσης της κοινωνίας δεν ήταν η αντικειμενική αλήθεια της, αλλά η (εσφαλμένη) πίστη των μελών της κοινωνίας ότι οι (θρησκευτικής προέλευσης) αξίες αυτές είναι αντικειμενικές.


    Αυτό που θα μπορούσε πολύ απλά να ειπωθεί σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι θεμελιώνουμε την σκέψη και την κοινωνία μας στην αρχή της αυτονομίας και της δημοκρατίας αντίστοιχα και, κατά συνέπεια, σε φιλοσοφικό επίπεδο στο δημοκρατικό ορθολογισμό (όπως έχει αναλύσει ο Φωτόπουλος στο κεφ. 8 του βιβλίου Περιεκτική Δημοκρατία), διότι η πεμπτουσία της αυτονομίας/δημοκρατίας είναι η αμφισβήτηση της κάθε δεδομένης «αλήθειας» ή παράδοσης, κάτι που περιλαμβάνει βέβαια και οποιαδήποτε «αλήθεια» εκμαιεύεται με ανορθολογικές «μεθόδους» ή με «μεθόδους» εξωγενείς του Λόγου.

    Κάθε τέτοια «αλήθεια» ή προκατάληψη, λοιπόν, είναι θεμελιακά ασύμβατη με την παραπάνω θεμελιακή επιλογή, που στηρίζεται στον αυτόνομο/δημοκρατικό Λόγο ως πηγή της αλήθειας, καθότι η αλήθεια που πηγάζει από τον Λόγο είναι η μοναδική που μπορεί να αμφισβητηθεί – πάλι με αυτόν .

    Επομένως, συνοψίζοντας: «αυτονομία» με την καστοριαδική-φωτοπουλική έννοια είναι αδύνατη· αλλά από την άλλη η όντως «ετερόνομη» θέσμιση της κοινωνίας δεν συνεπάγεται τίποτε στο επίπεδο της αλήθειας για τις εκάστοτε πηγές της ετερόνομης θέσμισης.

    Προφανώς, έφτασες σε αυτό το συμπέρασμα έχοντας κάνει στο μεταξύ τεράστια λογικά άλματα: Έχοντας αγνοήσει τον ρόλο της κοινωνικοποίησης, τον τρόπο γέννησης και εξέλιξης των ηθών και των εθίμων σε σχέση με το θεσμικό πλαίσιο και το αντίστοιχο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, το ρόλο της παράδοσης κτλ.

    Είναι πρόδηλο ότι αν πάρεις υπόψη αυτούς τους παράγοντες, το επιχείρημα ότι η αυτονομία είναι αδύνατη είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, όπως άλλωστε αποδεικνύει και η ιστορική εμπειρία, όπου σε κάθε περίοδο επαναστατικής αλλαγής έγιναν προσπάθειες καθιέρωσης (έστω μερικώς) αυτόνομων μορφών κοινωνικής οργάνωσης.

    Τώρα, τα περί πηγών αλήθειας και θέσμισης αγνοούν όλη τη σύγχρονη επιστημονική ανάλυση της δι-υποκειμενικής αλήθειας και γι’ αυτό είναι επίσης εντελώς αστοιχείωτα.

    Συνεπώς, η αυτονομία είναι πράγματι δυνατή (εφόσον την επιλέξουμε!) και σε θεσμικό επίπεδο επιτυγχάνεται σε μια περιεκτική δημοκρατία, η οποία εξασφαλίζει την κατάλυση της ετερονομίας/ιεραρχίας και την ισοκατανομή δύναμης σε όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας.

  16. @ ikonikos,

    σ’ ευχαριστώ πολύ για τον κόπο σου. Μάλιστα διερωτόμουν γιατί άργησες να σχολιάσεις το κείμενο του Γιάννη – Portaaurea.

    Δυο τρεις προσημειώσεις από μένα, πριν απαντήσει ο Γιάννης.

    α) Το πρόταγμα της ΠΔ από πολιτική και κοινωνική σκοπιά είναι πολύ σοβαρό για μένα. Παρ’ ότι η πρόταση έχει μια συνοχή, όσον αφορά μορφή και περιεχόμενο, προσωπικά δίνω σ’ αυτή τη φάση μεγάλη σημασία στη μορφή γιατί έχει σχεδόν καταρρεύσει κάθε μορφής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας («λαϊκής» ή αστικής την οποία όμως δεν απαξιώνω πλήρως).

    β) Με το πρόταγμα έχω ασχοληθεί θεωρητικά και πρακτικά πάνω από είκοσι χρόνια. Σε σπαργανώδη μορφή πριν καν γνωρίσω τον Τ. Φωτόπουλο. Μελέτησα το βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία ( πριν περίπου 10 χρόνια) και διαβάζω συχνά και το περιοδικό.

    γ) Παρ’ ότι η δική μου προσέγγιση έχει άλλες φιλοσοφικές και θεολογικές αφετηρίες, θεωρώ το πρόταγμα της ΠΔ πολύ σοβαρή υπόθεση, γι αυτό θα είναι επιπόλαιο εκ μέρους μας για τυχόν εσκεμένες διαστρεβλώσεις, τις οποίες δεν καταλογίζεις:

    «… άργησα να δω την αναδημοσίευση της ανάρτησης σου, η οποία δυστυχώς διαστρεβλώνει, από άγνοια θέλω να πιστεύω, την έννοια της αυτονομίας και της δημοκρατίας με πρόσχημα την υποτιθέμενη μη ύπαρξη κάποιας “ηθικής” σε σχέση με αυτή…».


    δ) Κατανοώ το πνεύμα της απάντησής σου σε σχέση με το τι «θρησκευτικό» συνέβαινε στη αρχαία Αθήνα.
    Παρ’ ότι δεν είμαι ιστορικός, πιθανά η προσέγγισή σου να είναι αρκετά σωστή, όσον αφορά το «ανθρωπομορφικό» της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, ανεξάρτητα από βαθύτερες ή μη κατανοήσεις από τα διάφορα ρεύματα της εποχής, ειδικά μετά από 2400 χρόνια περίπου.

    ε) Δεν δέχομαι την «προσέγγιση» ή «κατηγορία» περί «ιουδαιοχριστιανισμού», γιατί και αυτή «διαστρεβλώνει» από άγνοια – ίσως – το τι είναι «ο Χριστός και η εκκλησία Του» , ειδικά και εδώ μετά από 2000 χρόνια, για μένα που προσεγγίζομαι θεωρητικά, καρδιακά και εμπειρικά από την αυθεντική ορθόδοξη θεολογία και πρακτική.

    στ) Επιφυλάσσομαι, μετά το πέρας του διαλόγου με το Γιάννη – Portaaurea, σε ειδικό ποστ για τη δική μου προσέγγιση. Ελπίζω να είναι δημιουργικός ο διάλογος και να μη γίνει με ιδεολογικές αγκυλώσεις, αφού ένας άλλος κίνδυνος της εποχής μας είναι και αυτός.

    Την καλημέρα μου.

  17. manitaritouvounou, ευχαριστώ για την απάντηση, μόνο μια διευκρίνιση που δεν την εννόησα καλά και ίσως παρεξηγηθεί: δεν εννοούσα διαστρέβλωση από άγνοια που έγινε από την ανάρτηση, αλλά από το αρχικό κείμενο το οποίο αναδημοσίευσες με καλή πρόθεση πιστεύω.

    Θα προσπαθήσω να παρακολουθήσω το ποστ και την πιθανή απάντηση αλλά δυστυχώς έχω πολύ περιορισμένο χρόνο (όπως βλέπεις δεν γράφω κείμενα και στο μπλογκ εδώ και καιρό) και ήδη μου πήρε αρκετά να απαντήσω στο κείμενο του Γιάννη.

    Πιθανόν να απαντήσω σε κάποια σχόλια αλλά επειδή είναι πολλών ημερών το άρθρο ίσως να μην δουν τις απαντήσεις ούτε καν οι ενδιαφερόμενοι, οι περισσότερες από τις οποίες άλλωστε νομίζω ότι περιλαμβάνονται στην απάντηση μου στο κείμενο του Γιάννη.

  18. @ ikonikos

    έγινες κατανοητός. Ευχαριστώ για τον κόπο σου.

  19. Διαβάζοντας τον ikonikos σχετικά με την «χριστιανική ηθική» και τις «αιώνιες αλήθειες» της έχω την άισθηση ότι ως χριστινιανισμό λαμβάνει μια καρικατούρα του, που φυσικά έχει υπόψη του βιωματικά ο πολύς κόσμος, αλλά ευτυχώς δεν εξαντλεί ούτε το βάθος του, ούτε το εύρος της διαλεκτικής του διαδρομής μέσα στον κόσμο.
    Αν υπάρχει μια «αιώνια ηθική αλήθεια» στον χριστιανισμό είναι το «ο Θεός αγάπη εστί». Αλλά αμέσως μετά ξεκινά η αναζήτηση με το ερώτημα τι είναι αγάπη…
    Αυτά για την ώρα.
    Ψάχνω να βρω χρόνο για να προσφέρω πιστεύω γόνιμο αντίλογο στην πραγματεία του.
    Πραγματικά κι εγώ βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσες κάποιες θέσεις τη Π.Δ.., όπως επίσης και του Φωτόπουλου του ίδιου, αλλά με τρομάζει ο κάθετος τρόπος που αντιμετωπίζει την θρησκείες και τον χριστιανισμό ειδικά.
    ¨Οταν αναφέρεται σε αυτόν νιώθω ότι εγώ δεν έχω ουδεμία σχέση με τον χριστιανισμό, αν και μεγάλωσα μέσα σε αυτόν και θεωρώ τον εαυτό μου χριστιανό.

  20. προσοχή, ακολουθεί μεγάλο κείμενο Ikonikos, Σε ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σου. Θα προσπαθήσω να επεξηγήσω τις απόψεις μου σχολιάζοντας τα όσα είπες Για τη θρησκεία: Η θρησκεία «είχε καθαρά τελετουργικό και “συμβολικό” χαρακτήρα στη δημόσια ζωή και δεν έπαιζε ουσιαστικό ρόλο κοινωνικού ή ηθικού καθορισμού (…) Στην κλασική Αθήνα δεν υπήρχε καν η έννοια της ένωσης θρησκείας και πολιτείας όπως καθιερώνεται και συνταγματικά σε εμάς (…) Επίσης, το μεταφυσικό στοιχείο ήταν εντελώς απόν από τη θρησκεία αυτή και οι θεοί ηταν «ανθρωπόμορφοι», και βέβαια οι αρχαίοι δεν πίστευαν σε αναστάσεις, δευτέρες παρουσίες, μετά θάνατο ζωή μέσα σε παραδείσους ή κολάσεις ανάλογα με τις πράξεις του καθενός και παρόμοια ιουδαιοχριστιανικά κατασκευάσματα που δεν είχαν καμια σχέση με την κλασική παράδοση της αμφισβήτησης. (…) Σχετικά με τους σοφιστές, αφού ήταν αντιδημοκράτες και προσπαθούσαν στην πράξη να υπονομεύσουν με κάθε τρόπο το πολίτευμα καλώς δεν “διώκονταν”; Είναι σα να λέμε σήμερα ότι οι ελίτ δεν θα έπρεπε να πολεμώνται τη στιγμή που αντιμάχονται μια αυτόνομη, δημοκρατική κοινωνία !» Πιστεύω τα ακριβώς αντίθετα για την αρχαία θρησκεία. Αν είχε μόνο τελετουργικό και συμβολικό χαρακτήρα στη δημόσια ζωή, δε θα υπήρχαν τόσες καταδίκες φιλοσόφων και σοφιστών. Η δύναμη της θρησκείας απέτρεψε τη διάδοση της θεωρίας του ηλιοκεντρισμού του Αρίσταρχου, κάτι τέτοιο δεν είναι απλώς συμβολική παρουσία. Με δεδομένο ότι ο Όμηρος εκπαίδευσε την Ελλάδα, δεν είναι δυνατό η αρχαία θρησκεία να μην έπαιζε ρόλο ηθικού καθορισμού. «Κράτος και θρησκεία ήταν ένα πράγμα. Την ενότητα που βλέπουμε στην Ελλάδα ανάμεσα στο κράτος και τη θρησκεία δε τη βλέπουμε πουθενά αλλού» (Fustel De Coulanges, Η αρχαία Πόλη, Ειρμός, σ. 266). «Όταν οι άρχοντες υποβάλλονται σε εξέταση, τους ρωτούν πρώτα (…). Κατόπιν τους ρωτούν αν πιστεύουν στον Απόλλωνα τον πατρώο και στο Δία τον έρκειο και πού βρίσκονται τα ιερά τους» (Αριστοτέλη, Αθηναίων πολιτεία, 55, 3). Αν το μεταφυσικό στοιχείο ήταν εντελώς απόν από την αρχαία θρησκεία, είναι συζητήσιμο (με τα εκατοντάδες αναφερόμενα από μορφωμένους και μη λάτρεις της θαύματά της, τον Άδη και τις μεταθανάτιες τιμωρίες). Για το ανθρωπομορφικό των θεών θα υπενθυμίσω ότι μια από τις κλασσικές ενστάσεις για την ύπαρξη του χριστιανικού θεού είναι ο ανθρωπομορφισμός του, αλλά καθαυτός ο ανθρωπομορφισμός (άρα και ο αρχαίος ανθρωπομορφισμός) δεν είναι απαραίτητα προϋπόθεση για την αυτονομία. Το αντίθετο μάλιστα τα σημαντικότερα ιερά αρχαία κείμενα δείχνουν μια αριστοκρατική και ιεραρχική αντιδημοκρατική νοοτροπία στις σχέσεις μεταξύ των θεών. Για τους παραδείσους, τις τιμωρίες και τα συναφή, οι τιμωρίες ανάλογα με τις πράξεις και οι προλήψεις της αρχαίας θρησκείας όπως αναφέρονται από τον Λουκιανό ή τον Πλάτωνα, η πίστη, από ορισμένες «αιρέσεις» της αρχαίας θρησκείας, στην μετενσάρκωση δείχνουν ότι δεν υπήρχε τόσο μεγάλη διαφορά από τα ιουδαιοχριστιανικά κατασκευάσματα. Όσον αφορά την δικαιολογία ότι οι σοφιστές καλώς διώχτηκαν αφού ήταν αντιδημοκράτες και την αντιστοίχησή τους με τις σημερινές ελίτ, αφενός έχω να παρατηρήσω ότι δεν διώχθηκαν μόνον σοφιστές αλλά γενικότερα όσοι φιλόσοφοι αμφισβήτησαν τη θρησκεία – και όχι το πολίτευμα – (στο Α’ μέρος της σελίδας μου δίνεται ένας κατάλογος πολλούς διωχθέντες), αφετέρου το να λέγεται ότι οι σοφιστές διώχθηκαν επειδή ήταν αντιδημοκράτες δεν ισχύει για δύο λόγους: πρώτον, αν θυμάμαι καλά ο Καστοριάδης θεωρούσε τους σοφιστές ως την αφρόκρεμα της διανόησης ενώ διαχώριζε τον αντιδημοκράτη Σωκράτη από αυτούς, ως καλώς διωχθέντα. Δεν μπορεί να θεωρηθούν αντιδημοκράτες οι σοφιστές, το αντίθετο μάλλον, αν έχουμε υπόψη μας τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα, και άλλωστε η πολεμική του αντιδημοκράτη Πλάτωνα αρκεί για κάτι τέτοιο· δεύτερον, αν καλώς διώχθηκαν οι σοφιστές ως αντιδημοκράτες, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι καλώς διώχθηκαν οι υπόλοιποι φιλόσοφοι ως αντιδημοκράτες. Διώχθηκαν εξαιτίας της θρησκείας η οποία κατά τα άλλα δεν επενέβαινε στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Η ίδια η αποδοχή της δίωξης των σοφιστών και του Σωκράτη ως σωστής από τους Καστοριάδη-Φωτόπουλο, κατά τη γνώμη μου είτε είναι λανθασμένη, γιατί κάθε δημοκρατία συνεπάγεται το δικαίωμα της γνώμης, είτε η αποδοχή αυτή συνεπάγεται την ασυναίσθητη αποδοχή της προτεραιότητας της αρχής της κοινότητας έναντι της δημοκρατικής αρχής και του δικαιώματος κάποιος να διατηρεί την άποψή του μη υπολογίζοντας, για μεταφυσικά θέματα, την απόφαση της πλειοψηφίας. Να εξισώνονται τέλος οι τοτεινοί διανοούμενοι ως αντιδημοκράτες με τις σημερινές αντιδημοκρατικές ελίτ είναι λανθασμένη αντιστοιχία. Στη συνέχεια «Και τα «ήθη και έθιμα» πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν; Είναι άσχετα με την θρησκεία και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα; Γιατί τότε τα ηθη και τα έθιμα μας σήμερα ελάχιστη έχουν σχέση με τα αρχαιοελληνικά η τα αντίστοιχα κινεζικα; Γιατί τα ήθη σε κάθε χριστιανική κοινωνία είναι παρόμοια και διαφέρουν βασικά από τα αντίστοιχα σε μια ισλαμική ή βουδιστική κοινωνία; Δεν διαμορφώνονται λοιπόν πάντα τα ήθη αυτά με βάση τις αποφάσεις κάποιων ανθρώπων (συνήθως ιερατείων) και κατόπιν οι ετερόνομες κοινωνίες τα υιοθετούν σαν δικά τους; Η διαφορά είναι λοιπόν απλά ότι εμείς θέλουμε σαν αυτόνομοι άνθρωποι να καθορίζουμε εμείς τα ήθη και τα έθιμα μας, φυσικά όχι με βάση ετερόνομες θρησκευτικές παραδόσεις και “αλήθειες”.» Ασφαλώς τα σημερινά ήθη και έθιμά μας διαφέρουν λόγω της θρησκείας από τα αρχαιοελληνικά και τα βουδδιστικά, αλλά αυτό είναι ένδειξη ότι η θρησκεία γενικότερα – όχι μόνο οι ιουδαιογενείς – δεν παίζει απλό συμβολικό ρόλο, αλλά διαμορφώνει ήθη, έθιμα, πολιτισμικό πρότυπο, επεμβαίνει δηλαδή έμμεσα στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία βλέπει τα πράγματα και δρα, άμεσα με τις διώξεις ή αλλιώς. Μια από τις ενστάσεις μου για την αυτονομία είναι όχι το αν η ετερόνομη θέσμιση ανταποκρίνεται ή όχι σε πραγματικά πεδία του όντος (θεός κ.λπ.) ούτε αν γνωρίζουν οι άνθρωποι ότι οι ίδιοι αποφασίζουν για τους νόμους τους, αλλά ότι οι ρίζες κάθε θέσμισης είναι πέρα από τα όρια του λόγου, είναι θέμα «γούστου» με την ευρύτερη έννοια και όχι λογικής διαπραγμάτευσης. Αν το γούστο αυτό διαμορφώνεται από ένα κλειστό ιερατείο ή «την κοινωνία» (λες και το ιερατείο είναι εξωκοινωνικό) είναι δευτερεύον. Το «έδοξε» δεν μπορεί να βασίζεται στο μαθηματικό κενό, αλλά σε άρρητες (και μη ελεγχόμενες) κοινές συναντιλήψεις. Αλλιώς δεν εξηγείται π.χ. το ότι σε μια κοινωνία οι νεκροί και οι γέροι γονείς θεωρούνται αντικείμενα φροντίδας ή λατρείας, ενώ σε άλλην αφήνονται να κατασπαραχθούν από όρνια ή να πεθάνουν από την πείνα στην ερημιά. Άλλωστε τα ιερατεία ή τα κοινοβούλια ή οι συνελεύσεις των ενηλίκων ελεύθερων αρρένων ήταν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πρώτον, κλίκες και όχι αντιπροσωπευτικές της κοινωνίας, δεύτερον προερχόμενα από την κοινωνία την ίδια. Με τις κλίκες αυτές υπήρχε και υπάρχει αμφίδρομη σχέση και όχι η σχέση «άβουλες μάζες – ομάδες εξουσιαστών», η μία τροφοδοτεί την άλλη και επανατροφοδοτείται από αυτήν έπειτα, για να τροφοδοτήσει αργότερα ξανά κ.ο.κ. Έπειτα: «Σαφώς γεννιόμαστε tabula rasa αλλά μετά πέφτει η διαδικασία κοινωνικοποίησης του ανθρώπου που… γράφει την tabula. Μην ξεχνάμε ότι κάποια παιδιά (λευκών, Χριστιανών κτλ. που μεγάλωσαν σε δάση εγκατελειμένα ήταν tabula rasa μέχρι μεγάλη ηλικία, ακριβώς γιατί δεν είχαν κοινωνικοποιηθεί (βλ. περίπτωση Kaspar Hauser).» Το tabula rasa είναι ξεπερασμένη αντίληψη. O άνθρωπος έχει μια συγκεκριμένη βιοψυχική δομή η οποία δεν αλλάζει, απλώς προεκτείνεται και αξιοποιείται ανάλογα με το κοινωνικό περιβάλλον. Η κοινωνικοποίηση αρχίζει από τη στιγμή της γέννας, η βιοψυχική δομή διαμορφώνεται (η βιοδομή τουλάχιστον) από τη σύλληψη και τη σύνθεση του γενετικού υλικού. Το tabula rasa μπορεί να αναφερθεί στις ούτως ή άλλως άνευ σημασίας εξαιρέσεις τύπου Μόγλη είτε να αντιστοιχηθεί σε αντιστορικές αντιλήψεις τύπου κοινωνικού συμβολαίου. Αυτό που εννοούσα είναι ότι τα κριτήρια δεν μπορεί να είναι παρά τα κοινωνικά και η ατομική αντίδραση σε αυτά (θετική, αρνητική κ.λπ.), αλλά το γεγονός της κοινωνικής προέλευσής τους ή ακόμη και η επίγνωση του γεγονότος δεν συνεπάγεται αυτονομία, παρά έναν σχετικισμό. Στη συνέχεια: «Εδώ γίνεται σαφής διαστρέβλωση της φιλοσοφικής θεμελίωσης της περιεκτικής δημοκρατίας η οποία μιλάει για μια αυτοστοχαστική και αξιωματική επιλογή ανάμεσα στην ετερονομία και την αυτονομία. Αυτή η επιλογή δεν είναι αυθαίρετη και δεν υπαγορεύεται από κάποια “υπέρτερη ηθική αρχή” αλλά μέσα από τα συμπεράσματα της εκτενούς ορθολογικής ανάλυσης (όπως στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία- 10 Χρόνια Μετά) που γίνεται για τα αίτια της πολυδιάστατης κρίσης, για το πού οφείλεται η κυριαρχία ανθρώπου από άνθρωπο και γιατί η ατομική και συλλογική αυτονομία σημαίνει την κατάλυση της μέσα από τον αυτο-καθορισμό του ανθρώπου και παράλληλα τον ισότιμο καθορισμό των νόμων της κοινότητας του, κάτι που μπορεί να γίνει μόνο μέσα σε μια πραγματική δημοκρατία. Από εκεί και πέρα ακριβώς δεν υπάρχει υπέρτερη αρχή που να “επιβάλλει” την επιλογή της αυτονομίας έναντι της ετερονομίας, διότι πολύ απλά αυτό θα ήταν ασύμβατο με την ίδια την έννοια της αυτονομίας! Επίσης, η “ετερονομία σταδιακά θα καταργείται” όχι “αυτόματα”, λόγω κάποιων τάσεων ή νόμων ( φυσικών, ψυχικών) κτλ. αλλά μόνο εφόσον υπάρχει μια διαρκής πρακτική δημοκρατίας και αυτονομίας και επομένως με βαση τη συνεχή ζύμωση των πολιτών με τους περιεκτικοδημοκρατικούς θεσμούς που εξασφαλίζουν την ισοκατανομή δύναμης στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, πράγμα που θα αποτελεί διαρκή επαναβεβαίωση από την κοινότητα των δημοκρατικών αρχών και του δημοκρατικού ορθολογισμού ως αρχή της αυτοθέσμισης της κοινωνίας.» η ηθική αρχή είναι ασφαλώς αυθαίρετη, γιατί είναι η ηθική αρχή ότι η αυτονομία είναι ένα ηθικό-πολιτικό δέον. Δίχως την αποδοχή τέτοιου δέοντος είναι αδύνατη η αιτιολόγηση της αυτονομίας και των αγώνων για αυτήν. Τέτοιο δέον όμως είναι καθαρά θέμα αρέσκειας και απαρέσκειας. Οι Αθηναίοι είχαν τέτοιο γούστο, οι Σπαρτιάτες (ελληνική πόλη) δεν είχαν. Η υπέρτερη αρχή που «επιβάλλει» την αυτονομία έναντι της ετερονομίας είναι η ηθική αρχή, πως είναι δίκαιο και ορθό και καλό οι άνθρωποι να είναι ισότιμοι πολιτικά, βασισμένη σε μία από τις πολλές αναγνώσεις της ανθρώπινης πραγματικότητας, δηλαδή βασισμένη σε ορισμένες αντιλήψεις περί «γούστου». Δεν μπορεί να αποδειχθεί αντικειμενικά ότι η πολιτική ισότητα όλων των ανθρώπων είναι κάτι καλλίτερο (ή κάτι που κάνει τους ανθρώπους πιο «ανθρώπινους», ηθικούς κ.λπ. ή ευτυχέστερους) από την πολιτική ανισότητα: είναι για παράδειγμα, για τον καθένα, ζήτημα αρέσκειας και απαρέσκειας ανάλογα με το πνευματικό-κοινωνικό υπόβαθρό του: τα βιβλία που διάβασε, τις απόψεις φίλων και συγγενών, την οικονομική του κατάσταση, τις απόψεις της κοινωνίας κ.λπ. Η συγκεκριμένη ανάλυση των ανισοτήτων, η περιγραφή τους, δεν συνεπάγεται αυτομάτως την (μερική ή πλήρη) εναντίωση σε αυτές, γιατί οι ίδιοι οι εξουσιαστές γνωρίζουν και αποδέχονται την ύπαρξη των ανισοτήτων, ωστόσο υποστηρίζουν πως αυτό είναι το Δίκαιο, ωφελιμότερο και ηθικότερο. Η περί Δικαίου αντίληψη όμως δεν είναι κάτι που κρίνεται, είναι αυτό που κρίνει, και γίνεται αποδεκτή ή αντικαθίσταται από άλλες, εξίσου αυθαίρετες με αυτήν, αντιλήψεις περί Δικαίου. Όσον αφορά την ορθολογική ανάλυση, νομίζω ότι η έννοια του ορθολογισμού διαστρεβλώνεται και από την ΠΔ, ώστε να σημαίνει ένα περιεχόμενο της σκέψης (λ.χ. τον αθεϊσμό) κι όχι έναν τρόπο σκέψης, δηλαδή την άψογη χρήση της λογικής ανεξαρτήτως των αρχικών αφετηριών, δηλαδή της κοσμοθέασης και της αντίληψης του κόσμου και όσων περιέχονται στον όρο «πραγματικότητα». Στην αρχαία Αθήνα οι δημοκρατικές τάσεις και η (στα τοτεινά όρια και πλαίσια) λογική της δημοκρατίας-αυτονομίας συνεχώς επιβαλλόταν, ήταν διαρκής και κυρίαρχη, από τις αρχές ώς το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα, υπήρχε «συνεχής ζύμωση των πολιτών με τους περιεκτικοδημοκρατικούς θεσμούς που εξασφαλίζουν την ισοκατανομή δύναμης στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο» (χορηγίες πλουσίων κ.ά.) δίχως όμως την επικράτηση της ιδέας της αυτονομίας, αλλά αντίθετα την οπισθοδρόμηση σε παλαιότερες μορφές πολιτικής οργάνωσης. Έπειτα: «Καταρχάς, ακόμα και αν παίρναμε μόνο την αρχή της κοινότητας (κάτι που δεν κάνει ο Φωτόπουλος), υπάρχουν πολλές ανθρωπολογικές μελέτες που δείχνουν οτι όταν οι άνθρωποι είχαν πραγματικές κοινότητες η τάση ήταν για μεγαλύτερη ισότητα και αυτό για διάφοροους λόγους (βλ. π.χ. εργασία του Taylor) Προφανώς, όμως, δεν κατάλαβες ότι η αρχή της αυτονομίας και η αρχή της κοινότητας που αναφέρει ο Φωτόπουλος πάνε μαζί, δεν διασπώνται, γι’ αυτό και κανείς βέβαια δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της κοινότητας και παράλληλα να την ετερονομεί σε μια δημοκρατική κοινωνία.» Επομένως το ζήτημα είναι τι θεωρείται «πραγματική κοινότητα». Κατά την άποψή μου κοινότητα είναι και η ναζιστική όσο και η αυτόνομη. Επειδή, δηλαδή, θεωρώ κάθε μορφή κοινότητας (ή σχέσης) αληθινή και άξια να καλείται «κοινότητα», επειδή δεν δίνω ηθική χροιά στην «κοινότητα», στη «σχέση» ή στον «Άνθρωπο» (όχι ότι το ον αυτό αναπτύσσει ηθική, σχέσεις, κοινότητα), δεν αντιλαμβάνομαι την έννοια της πραγματικής κοινότητας σε αντιδιαστολή προς τις «μη πραγματικές» ή «αλλοτριωμένες» και θεωρώ απλώς τη διάκριση τμήμα της απελευθερωτικής μυθολογίας (η οποία δεν είναι χειρότερη ή ψευδέστερη από την εξουσιαστική μυθολογία). Στη δεύτερη παράγραφο αναφέρεις την αρχή της κοινότητας σε αντιδιαστολή προς την δημοκρατική κοινωνία. Αλλά η κοινωνία-κοινότητα δεν απαιτείται να είναι δημοκρατική (ή, έστω, τόσο αυτόνομη, όσο επιθυμεί η ΠΔ), ώστε να αποκαλείται (δημοκρατική) «κοινωνία». Η κοινότητα, ανεξάρτητα από το αν ο Φωτόπουλος τη συνδέει με την αυτονομία, δεν μπορεί αναγκαστικά να συνδεθεί στην αυτονομία. Άλλοτε επιχειρείται να συνδεθεί, άλλοτε το αντίθετο. Κατανοώ ότι για τον Φωτόπουλο αυτά τα δυο πάνε μαζί, ωστόσο δεν κατανοώ γιατί θα έπρεπε να πάνε μαζί η (ούτως ή άλλως πραγματική) κοινότητα και η αυτονομία. Μόνο μια ηθική αρχή «πραγματική κοινότητα είναι η αυτόνομη» μπορεί γινόμενη αποδεκτή να μας αναγκάσει να δεχτούμε τέτοια σύνδεση. Στη συνέχεια: «ο ηθικός κώδικας σε χώρες που η θρησκεία παίζει οριακό, αν όχι μηδαμινό ρόλο πλέον, όπως η Βρετανία, πώς αποφασίζεται; Δεν αποφασίζεται με ανάταση των χειρών στο κοινοβούλιο που παραδοσιακά έχει τη δύναμη να πάρει οποιαδήποτε απόφαση χωρίς να δεσμεύεται από βασιλιάδες, λόρδους κτλ.; Οι διάφοροι νόμοι που ψηφίζονται κάθε μέρα δεν καθιερώνουν και κανόνες ηθικής (το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που είναι συμβατό με αυτούς); Όπως είναι αναμενόμενο, οι ηθικοί αυτοί κώδικες σε μια χώρα σαν τη Βρετανία εκφράζουν το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής “δημοκρατίας”, όπως αντίστοιχα σε μια περιεκτική δημοκρατία θα εκφράζουν το δικό της θεσμικό πλαίσιο. Ιδεαλισμός όμως είναι το να υπονοούμε ότι θα ψηφίζονται “ηθικοί κώδικες” από το… πουθενά, τη στιγμή που μια περιεκτική δημοκρατία ήδη από το στάδιο της αρχικής εγκατάστασης της στις δημοτικές συνελεύσεις ως το στάδιο που θα είναι κυρίαρχη θέτει την αρχή της αυτονομίας ως προϋπόθεση αναπαραγωγής της ως πολιτεύματος μέσα από τους περιεκτικοδημοκρατικούς θεσμούς και όχι μόνο από μια “ιδεαλιστική” και εκτός ζύμωσης με τους θεσμούς θέσπιση “ηθικών κωδίκων” -έτσι αόριστα!- από την κοινότητα, λες και αυτοί οι κώδικες δεν έχουν σχέση με την ελευθερία (ατομική και συλλογική αυτονομία) που εξασφαλίζουν οι θεσμοί στους ανθρώπους αυτούς και τις κοινότητες τους! Είναι εμφανές εδώ ότι ο Φωτόπουλος μιλάει για ηθικούς κώδικες από μια συνέλευση περιεκτικού δήμου, δηλαδή οι δημοκρατικοί θεσμοί θα έχουν ήδη σε μεγάλο βαθμό γίνει ηγεμονικοί και συνεπώς αυτοί οι δημοκρατικοί κώδικες δεν θα είναι ουρανοκατέβατοι!» Σε χώρες δημοκρατικές όπως η Βρετανία ή οι ΗΠΑ βλέπω τον ηθικό καθημερινό κώδικα, τα «αυτονόητα» της καθημερινότητας, να διαμορφώνεται όχι από τα κοινοβούλια με ανάταση των χεριών, αλλά μέσω της τηλεόρασης, της μόδας, τα προστάγματα των οποίων εν τέλει ακολουθούν και τα μέλη του κοινοβουλίου. Η ετερόνομη ηθική δεν αναφέρεται απλώς στη θρησκεία. Και δίχως θρησκεία κάποιες ελίτ, καλλιτεχνικές, οικονομικές ή μη καθιερώνουν με δική τους απόφαση κοσμοαντιλήψεις και ηθικούς κώδικες καθημερινής συμπεριφοράς, που υιοθετούνται γρηγορότερα από ό,τι παλιά οι θρησκευτικές κοσμοεικόνες. Ο ηθικός κώδικας ενδεχομένως να τροποποιείται μέσω της νομοθεσίας, ελαφρά όμως, αλλά το ευρύτερο πλαίσιο η κοσμοθέαση, είναι αυτό που τροποποιεί τις καθημερινές λεπτομέρειες. Η ίδια η μόδα είναι αντιληπτή ως κάτι που δημιουργείται από τους ίδιους τους ανθρώπους (όχι ασφαλώς όλους), όχι ως κάτι που δόθηκε από τη φύση ή το θεό. Πράγματι όταν θα υφίσταται Π.Δ. οι νόμοι θα είναι σύμφωνοι με το πνεύμα της και δε θα είναι ουρανοκατέβατοι. Δεν αμφιβάλλω για αυτό. Το θέμα είναι ότι για να υπάρξει Π.Δ. απαιτείται μια ηθική αντίστοιχη που να οδηγήσει στην Π.Δ., όπως για την κατάργηση της δουλείας προηγήθηκε μια ηθική και οικονομική αντίληψη και κατάσταση, η οποία θεωρούσε απαράδεκτη ηθικά τη δουλεία: δεν ήρθε ουρανοκατέβατα, δια ανάτασης των χειρών, επειδή τους «έδοξε» μια μέρα (δίχως σχετικό ηθικό υπόβαθρο) η άποψη για την ανηθικότητα της δουλείας. Οι αξίες γίνονταν αποδεκτές είτε ετερόνομα είτε (αυτές και οι νόμοι) λόγω των ιδιοτελών συμφερόντων. Δεν ψήφισαν ποτέ οι Αθηναίοι για την ύπαρξη της θεάς Αθηνάς. Η λογική από μόνη της δεν μπορεί, από τη φύση της, να καθορίσει τι είναι ορθό και τι αληθινό ως αξία. Μπορεί να επεξηγήσει και να εκλογικεύσει τα αξιώματα των νοημάτων-αξιών, όχι να θεμελιώσει αξίες. Γι’ αυτό προκύπτει πάντα η ανάγκη οι αξίες να παρουσιάζονται (ειλικρινώς ή μη) ως υπέρλογες, ως φυσικές, δηλαδή αντικειμενικές. Ασφαλώς πάντα κάποιοι αναρωτώνται, με τη βοήθεια της λογικής φυσικά, αν οι παραπάνω αξίες είναι φυσικές και αντικειμενικές. Άλλοτε τις απορρίπτουν και πότε-πότε τις καταρρίπτουν κοινωνικά. Ωστόσο στη θέση τους οι αμφισβητίες των τωρινών αξιών τοποθετούν άλλες αξίες οι οποίες είναι (δηλαδή πρέπει να παρουσιαστούν) επίσης υπέρλογες και «αυτονόητες», δηλαδή φυσικές. Με άλλα λόγια οι αξίες δεν διαμορφώνονται ελλόγως, αλλά απλώς καταρρίπτονται ελλόγως στη βάση προκαθορισμένων γούστων/πεποιθήσεων οι οποίες υποτίθεται ή υποστηρίζεται ότι είναι λογικές, ενώ είναι υπέρλογες ή άλογες, όπως αυτές που καταρρίφθηκαν . Η διάκριση μεταξύ εκτός και εντός συνελεύσεως, ότι όσοι εκτός συνέλευσης ζουν και αναπτύσσουν-δημιουργούν με οποιονδήποτε τρόπο την ηθική τους και την κοσμοθέασή τους διαφέρουν από όσους μπαίνουν στην αίθουσα της συνέλευσης και συζητάν με «λογικά» επιχειρήματα για το αν υπάρχει/δεν υπάρχει θεός, για το αν είναι ηθικά ορθή ή «ωφέλιμη» η μία ή η άλλη ηθική στάση είναι εκτός πραγματικότητας. Απλώς μεταφέρονται εντός της συνέλευσης οι αντιλήψεις εκτός αυτής, οι ίδιες συζητήσεις, ζυμώσεις και τα διαμορφωθέντα κοινά αποδεκτά γούστα. Σε μια δημοκρατία τα εκτός Πνύκας γούστα της Αγοράς γίνονται στην Πνύκα νόμοι. Σε μη δημοκρατικό καθεστώς δεν γίνονται νόμοι, αλλά επηρεάζουν τους πάντες ώς την εξουσία, και θέτουν ηθικούς φραγμούς και πλαίσια ακόμη και για τους (αντιδημοκρατικούς) νόμους. Έπειτα: «Η μόνη “ηθική” -αν το θέτεις έτσι- που προτάσσεται από την ΠΔ πριν τη δημιουργία περιεκτικοδημοκρατικών θεσμών είναι η αυτοστοχαστική επιλογή της αυτονομίας έναντι της ετερονομίας μέσα από μια ενδελεχή ορθολογική ανάλυση για τους λόγους που αυτή η επιλογή είναι κομβικής σημασίας για την ελευθερία του ανθρώπου. Από τη στιγμή όμως που κάποιος επιλέξει την αυτονομία, υπάρχουν πλείστες λογικές συνέπειες (που μπορούν πάλι να αναλυθούν) με βάση αυτήν την αξιωματική επιλογή.» Αφού υιοθετηθεί η αρχή της αυτονομίας, υπάρχουν λογικές συνέπειες: πολλές και διάφορες. Από την άλλη όμως καμμία ορθολογική ανάλυση δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια του λόγου ως προς το αν η ελευθερία (και ποιας μορφής ελευθερία, ωσάν να υπήρχε μία αντίληψη για «πραγματική ελευθερία» ή να υπήρχε μία ελευθερία) είναι ορθή, ηθική ή αν η λιγότερη ή καθόλου ελευθερία είναι ορθή και ηθική. Συνήθως στο κομβικό σημείο αυτό η «αμερόληπτη ορθολογική ανάλυση» δίνει τη θέση της σε μια στάση ηθικής περιφρόνησης, δηλαδή μια αντίδραση καθαρά ηθικιστική (με βάση αβάσιμα και υποκειμενικά, όπως κάθε ηθικό κριτήριο, κριτήρια ηθικά), για όσους δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί θα έπρεπε τελεσίδικα (δηλαδή επιστημονικά, με τη βοήθεια της λογικής) να αποφασιστεί ότι κάτι («Η» ελευθερία στη συγκεκριμένη της μορφή) είναι προτιμότερο ηθικά. Αυτή είναι και η απάντηση του Καστοριάδη όταν αναρωτιόταν «τι θα πούμε σε όποιον μας ρωτήσει αν η ελευθερία [όπως την αντιλαμβανόταν ο Κ.] αξίζει;». Οι κοσμοεικόνες μπορούν να εκλογικευτούν, εκλεπτυνόμενες σε μέγιστο βαθμό (όπως η πραγματικότητα επιδέχεται άπειρη εκλογίκευση), αλλά η βάση τους είναι πέρα από τις δυνατότητες της λογικής. Διαφορετικά πρέπει να υποθέσει κανείς πώς ώς τώρα τα τόσα δισεκατομμύρια ήταν ανόητοι ή νωθροί και ανίκανοι να βρουν και να εννοήσουν την λογικά αποδεικνυόμενη, με ορθολογική ανάλυση, Μία πραγματική Ελευθερία και Μία πραγματική Κοινότητα. Στη συνέχεια «Εδώ πάλι αναμασάται η ίδια προβληματική θεμελίωση. Και πώς δημιουργούνται οι «αρχικοί» ηθικοί κανόνες αν όχι από την κοινωνικοποίηση που λαμβάνουν οι άνθρωποι μέσα από τους θεσμούς και την παιδεία της κοινωνίας στην οποία ζουν; Μήπως από εξωκοσμικούς παράγοντες; Αν ο μειοψηφών σε θεμελιακό ζήτημα όπως η πηγή της ελευθερίας του ανθρώπου, πάνω στην οποία θα στηρίζεται ο περιεκτικός Δήμος, δηλαδή η ατομική και συλλογική αυτονομία, δε δέχεται την κυρίαρχη δημοκρατική/αυτόνομη αξία της κοινότητας, τότε προφανώς θα “αισθάνεται ελεύθερος” μόνο όταν ετερονομεί τους υπόλοιπους (ή στην καλύτερη απλά ετερονομείται), κάτι που βέβαια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από τη δημοτική συνέλευση και σαφώς αυτός θα πρέπει να υπαχθεί στην “ηθική” της πλειοψηφίας από τη στιγμή που δεν θα μπορεί να πείσει ορθολογικά για κάτι τέτοιο. Σε περίπτωση που δεν μπορεί να ζήσει σε έναν περιεκτικό Δήμο, τότε μπορεί ίσως να αυτοεξοριστεί. Εκτός βέβαια και αν πείσει δημοκρατικά την πλειοψηφία ότι οι θεσμοί που προτείνει και το αντίστοιχο κοινωνικό παράδειγμα τους είναι πιο “ηθικό” και οδηγεί στην ελευθερία του ανθρώπου και των κοινοτήτων του, απ΄ότι το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα της αυτονομίας, της αυτοθέσμισης της κοινότητας και της αμφισβήτησης των νόμων της από τους πολίτες της που γίνεται σε μια περιεκτικοδημοκρατική κοινωνία. Σε αυτήν την περίπτωση είναι εμφανές ότι η περιεκτική δημοκρατία θα έχει αποτύχει.» Οι αρχικοί ηθικοί κανόνες ασφαλώς και δημιουργούνται από την κοινωνικοποίηση. Οι εξωκοσμικοί παράγοντες, αν επιδρούν, επιδρούν αναπόφευκτα μέσω των ανθρώπινων θεσμών, ηθών κ.λπ. αλλιώς δε θα μπορούν καθόλου να επιδράσουν: πώς, π.χ. θα μπορούσε να επικοινωνήσει ικανοποιητικώς ένα εξωκοσμικό ον με τους ανθρώπους παρά «μιλώντας» (..συνήθως δι’ αντιπροσώπου) με έναν κατανοητό για το είδος άνθρωπος τρόπο; Έτσι, το ότι ορισμένοι από τους ανθρώπινους θεσμούς και ήθη υποστηρίζεται (από τους οπαδούς τους) πως είναι εξωκοσμικοί/ές εντολές δεν μπορεί να αποδειχθεί εσφαλμένο (ούτε και ορθό) από μόνο το γεγονός ότι – αναγκαστικά – αυτές οι εξωκοσμικές εντολές διοχετεύονται στα μυαλά των ανθρώπων/της κοινωνίας με αποκλειστικά ανθρώπινους τρόπους κατανόητης-επικοινωνίας και της κοινωνικότηας, κι έτσι το γεγονός της αποδοχής/δημιουργίας θεσμών μέσω της κοινωνικοποίησης (δηλ. μέσω των ανθρώπινων τρόπων κατανόησης του κόσμου) δε συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να είναι εξωκοσμικοί ή αιώνιοι ή «φυσικοί» οι θεσμοί ή ηθική αυτή. Ορθολογική πειθώ για τις βασικές ηθικές αρχές και την κοσμοθέαση δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί οι απαρχές τους είναι πέρα από την ορθολογική τεκμηρίωση, μπορούν δηλαδή να ιδωθούν ανάλογα με τις διαφορετικές οπτικές και η «δημοκρατική» προσπάθεια επιβολής μια συγκεκριμένης αντίληψης π.χ. για την ελευθερία συνιστά αυταρχισμό κι εξουσιασμό. Ασφαλώς είναι άλλο η αντίρρηση του ετερόνομου ατόμου στην ευρύτερη δημοκρατική αρχή και άλλο η απόφαση της πλειονότητας να επιβάλει αντιλήψεις σε κάθε τομέα της προσωπικής ζωής. Η πλειονότητα μπορεί να είναι ένας εξίσου φοβερός τύραννος όσο μια μειονότητα όπως οι σημερινές ελίτ. Γιατί μέσα από ψευδοορθολογιστικές αποφάσεις οι οποίες θα παριστάνονται ως ορθολογικές άρα προφανείς-υποχρεωτικές μπορεί να ψηφίζεται ως καθημερινή ηθική οποιαδήποτε ηθική δόξα που θα έχει κύρος (όχι απλώς ως νόμος) στην καθημερινότητα του ατόμου, με κυρώσεις πολύ πιο φοβερές από ό,τι οι μεταφυσικές, μεταθανάτιες και ετερόνομες. Ασφαλώς σε θέματα βασικά, όπως το αν ο Δήμος θα κυριαρχεί ή όχι, δεν θα μπορεί να ζήσει υποφερτά ένας που δεν δέχεται την γενική δημοκρατική αρχή. Αυτό διαφέρει όμως στο θέμα της καθημερινής προσωπικής ηθικής (κι όχι των νόμων). Επίσης «Προφανώς άλλο όταν λέμε κοινότητες (δηλαδή περιεκτικοί δήμοι) σε μια συνομοσπονδία και εντελώς άλλο ομάδες μέσα σε μια κοινότητα. Εδώ καταρχάς γίνεται παρανόηση της έννοιας της πλειοψηφίας, καθότι βέβαια η αστική αντιπροσωπευτική “δημοκρατία” είναι ολιγαρχικό σύστημα και δεν βασίζεται σε κάποια πλειοψηφία αλλά ακριβώς σε μια μικρή μειοψηφία των ελίτ. Η πλειοψηφία έχει νόημα μόνο σε μια αμεσοδημοκρατική κοινωνία όπου η εξουσία ασκείται απευθείας από το λαό. Έπειτα, πού βασίζεις ότι και μόνο “επειδή είναι ο κώδικας της πλειοψηφίας” δεν θα καταδεχτούν να δεχτούν τον ηθικό της κώδικα οι πολίτες, τη στιγμή που ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΙ θα συμμετέχουν στη διαμόρφωση του, ισότιμα, κάτι που βέβαια δε συμβαίνει σε κανένα άλλο σύστημα; Μήπως το βασίζεις σε κάποιες υποτιθέμενες “ψυχικές τάσεις” του ανθρώπου να ακούν για “πλειοψηφία” και να νομίζουν ότι είναι αρνητικό ή μήπως αυτό έχει σχέση με την κυρίαρχη στρεβλή έννοια της “δημοκρατίας” που απλά έχει επικρατήσει μέσω της εξουσίας των ελίτ επάνω στην παιδεία εδώ και 200 χρόνια και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την περιεκτική δημοκρατία;» Γιατί «άλλο πράγμα όταν λέμε ομάδα μέσα στην κοινότητα και άλλο όταν λέμε κοινότητα μέσα σε μια συνομοσπονδία κοινοτήτων»; Αν είναι βλαβερό για την ύπαρξη της ΠΔ σε μια κοινότητα η ύπαρξη ετερόνομης μειοψηφίας, τότε είναι βλαβερή για την ύπαρξη μιας ΠΔ συνομοσπονδίας η ύπαρξη ετερόνομης μειονότητας κοινοτήτων. Όπως οι ετερόνομοι δήμοι θα θελήσουν να αποσπαστούν από την συνομοσπονδία, έτσι και τα ετερόνομα στοιχεία εντός του δήμου θα θελήσουν να αποσπασθούν από το δήμο. Γιατί να μην συμβεί και αυτό – οπότε θα υπάρχει πρόβλημα; Βασίζω το ισχυρό ενδεχόμενο ότι «επειδή ο κώδικας θα είναι της πλειοψηφίας, δε θα τον δεχτούν οι (υπόλοιποι) διαφωνούντες πολίτες» σε απτά παραδείγματα τόσο στον «αναρχικό» χώρο όσο και στον αριστερό, όπου το κάθε κόμμα ή πολιτική ομάδα διασπάται σε μικρότερες ομάδες και ομαδούλες ακριβώς λόγω της διαφωνίας όχι σε ζητήματα ηθικών αρχών και κοσμοθέασης, αλλά σε πολύ πιο πεζά, πολιτικά ζητήματα και διαφωνίες. Χωρίς να υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο, αν σε θέματα πολιτικά μπορεί κάποιος να υπακούσει, έστω και με βαριά καρδιά, σε θέματα προσωπικής καθημερινής ηθικής (η οποία θα του καθορίζεται με ανάταση των χεριών, από το μηδέν*) κανείς δεν διατίθεται τόσο εύκολα να παραδώσει την ελάχιστη ελευθερία του, τη δυνατότητα να αποφασίζει για ηθικές επιλογές έτσι κι όχι αλλιώς, ενάντια στην πλειοψηφία ή σε άλλες μειοψηφίες. *Επαναλαμβάνω-διευκρινίζω την άποψή μου ότι η προσπάθεια, ας πούμε στην πρώτη αμεσοδημοκρατική συνέλευση, δημιουργίας μιας προσωπικής καθημερινής ηθικής ξεκινά από το μηδέν και καταλήγει, γι’ αυτό, στο μηδέν, γιατί απλούστατα στην πρώτη (ή.. εκατοστή) συνέλευση τα μέλη της δεν είναι tabula rasa, η ορθολογικότητά τους είναι απλώς στάθμιση δεδομένων με κριτήρια προϋπάρχοντα της πρώτης συνέλευσης και της ΠΔ (η οποία – συνέλευση – για να συσταθεί δεν απαιτείται παρά η γενική αρχή της ισηγορίας και της πλειοψηφίας). Ακόμη κι αν η πρώτη συνέλευση συστήνεται με την ρητή συμφωνία ότι και οι ηθικοί, καθημερινοί ή γενικότεροι, κώδικες θα δημιουργούνταν πλέον με απλή απόφαση της πλειοψηφίας έπειτα από διάλογο κι όχι εκτός συνελεύσεως, τα επιχειρήματα αυτού του διαλόγου, τα κριτήρια στάθμισης της αλήθειας από τον καθένα ψηφοφόρο θα προέρχονταν από την προ της πρώτης συνέλευσης ζωή τους, κατά την οποία η προσωπικότητά τους, η ηθική τους (ακόμη και η ηθική της ελευθερίας-αξιοπρέπειας-αυτονομίας η οποία οδήγησε τα άτομα αυτά στην αμεσοδημοκρατική προσπάθεια) είχε διαμορφωθεί κατά βάση «ετερόνομα». Συνεπώς μια αυτόνομη συζήτηση ετερόνομων απόψεων, με ψευδοορθολογικά «αυτόνομα» ή «από τη συνήθεια» εκλογικευμένα ετερόνομα επιχειρήματα δεν οδηγεί στην απαλλαγή από την ετερονομία, αλλά στην αμεσοδημοκρατική (αντί μοναρχική ή ολιγαρχική) θέσμιση των ετερόνομων απόψεων. Παράδειγμα, ένας αιώνας αθηναϊκής αμεσοδημοκρατίας: τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος του η θρησκεία ήταν σεβαστή και γινόταν αποδεκτή η πολιτική επέμβαση των φορέων/λάτρεών της εναντίον όσων απλώς δεν νόμιζαν τα ίδια. Δεν είδαμε, παρά την σοφιστική κριτική, μέσω των «αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων», το ρόλο της θρησκείας (τη δυνατότητά της π.χ. να εξορίζει ως αρνησίθρησκους όσους δεν πίστευαν σε αυτήν) να μειώνεται. Το αντίθετο. Οι ψηφοφόροι ήταν μια αυτόνομη κοινότητα (η πιο αυτόνομη), διεξάγονταν εκλογές, κληρώσεις, κ.ά. πράγματα που ούτε σήμερα υπάρχουν, ωστόσο το περιεχόμενο των θεσμών ήταν, εκτός της πολιτικής στην οποία οι ελίτ έχασαν την ισχύ τους, ετερόνομο, η δουλεία θεωρήθηκε αναπόφευκτη (ίσως λόγω κάποιων «αντικειμενικών» νόμων). Το παράδειγμα της αθηναϊκής δημοκρατίας δείχνει ότι η πολιτική αυτονομία δεν συνεπάγεται απαραίτητα «ορθολογική» κοσμοθεωρητική «αυτονομία» και το βάρος της απόδειξης για το αντίθετο πέφτει σε αυτούς που πιστεύουν ότι απαραίτητα πρέπει η πολιτική αυτονομία να συμβαδίζει με την ευρύτερη αποφυγή κάθε ετερονομίας. Αλλά νομίζω ότι δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια απόδειξη. Επίσης «Αυτή είναι μια “μερική” (με την αρνητική έννοια της ελευθερίας που έχουν εισαγάγει οι φιλελεύθεροι, ως “ελευθερία από”, η οποία προάγει αποκλειστικά την ατομική αυτονομία) περιγραφή της αυτονομίας (δηλαδή απλά η “άρνηση υπακοής” στην επιβολή ενός κυρίαρχου) που παραβλέπει απλοϊκά την έννοια της αυτονομίας ως αυτοκαθορισμού του ανθρώπου μέσω της αμφισβήτησης των νόμων της κοινότητας του (ατομική αυτονομία) και ταυτόχρονα του αυτοκαθορισμού της κοινότητας αυτής (συλλογική αυτονομία). Αν επιλέξεις λοιπόν την αυτονομία (ατομική και συλλογική, όπως είναι η μόνη πραγματική της έννοια), είναι λογικό επακόλουθο ότι δεν θα δέχεσαι ούτε κατά διάνοια βέβαια να υπακούσεις κάποιον κυρίαρχο, αλλά αυτό θα προέρχεται πρώτιστα λόγω της απελευθερωτικής δυνατότητας σου να καθορίζεις και να δημιουργείς τον κόσμο σου ισότιμα με τους άλλους ανθρώπους (κάτι που αποκλείει και το ενδεχόμενο…να γίνεις εσύ ο κυρίαρχος ώστε να το κάνεις).» Οι Αρχαίοι ακριβώς την αρνητική έννοια της ελευθερίας – πολύ πριν τους φιλελεύθερους – είχαν: θέλω να είμαι ελεύθερος (άλλο το τι έννοια δίνεται στην ελευθερία), επειδή δε θέλω να είμαι δούλος στους Σπαρτιάτες, τους Πέρσες, στον αθηναίο τύραννο κοκ, η οποία όμως δεν προήγαγε αποκλειστικά την ατομική ελευθερία στην Αθήνα, το αντίθετο μάλιστα: η τυραννία της πλειοψηφίας ήταν ισχυρότερη δίχως τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η συλλογική αυτονομία της Χ κοινότητας δεν αποκλείει το να υποδουλώσει αυτή άλλες κοινότητες, θεωρώντας τις υποδεέστερες και αμέτοχες των δικαιωμάτων που δίνει στον εαυτό της και στα μέλη της. Η αμεσοδημοκρατική Αθήνα είναι κι εδώ λαμπρό παράδειγμα, ότι η αμεσοδημοκρατία καθαυτή δεν αποκλείει ούτε τον εθνικισμό ούτε τις πολεμοχαρείς/επεκτατικές τάσεις ούτε τον ρατσισμό για τους εκτός κοινότητας, γι’ αυτό και κάθε απόπειρα ορισμού του «πραγματικού» (της πραγματικής αυτονομίας) οδηγεί στην περιφρόνηση/αποσιώπηση του αληθινά πραγματικού για χάρη ενός δέοντος που υποτίθεται ότι είναι απορρέει λογικά από ορισμένες γενικές αρχές. Φυσικά εδώ μιλώ βλέποντας τι γίνεται και όχι λέγοντας τι πρέπει να γίνεται, γιατί τίποτε δεν μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι «ελεύθερος» όποιος καταπιέζει τους άλλους – χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει άτομα που είναι ελεύθερα και επιλέγουν να μην υποδουλώνουν τα άλλα άτομα, να είναι επίσης «ελεύθερα». Και τα δύο είναι εξίσου πραγματικά φαινόμενα, ανεπίδεκτα ορθολογικής επεξήγησης: στον έναν φαίνεται ως ηθικό η καταπίεση, στον άλλον ως ανήθικο. Και οπωσδήποτε μπορεί να εμφανιστούν απόψεις οι οποίες θεωρούν κάθε άνθρωπο ισότιμο, αλλά είναι εξίσου αναπόδεικτες (ορθολογικά) όσο οι απόψεις που αιτιολογούσαν τη φεουδαρχία ή τη δουλεία. Αν δεν θέλει κάποιος να καταλήγει σε διδακτικά, αλλά ατεκμηρίωτα δίχως τη βοήθεια της βίας, ηθικά κυρήγματα, τότε είναι αναγκασμένος – από τον ορθό λόγο – να διακηρύξει ότι οι δύο απόψεις είναι εξίσου ατεκμηρίωτες αντικειμενικά με τη βοήθεια του λόγου. Απλώς σε συγκεκριμένες κοινωνίες η μία άποψη φαίνεται (δίχως να μπορούν να εκλογικεύσουν την άποψη αυτή καθιστώντας την απρόσβλητη κι αντικειμενική) λανθασμένη, σε άλλες κοινωνίες σωστή. Τέλος: «όπως έχει γράψει ο Φωτόπουλος υπάρχουν λογικές και ηθικές συνέπειες που μπορεί ορθολογικά να δειχτούν ως συμβατές με την αξιακή μας επιλογή της αυτονομίας έναντι της ετερονομίας που “δεσμεύουν” και ηθικά τους αυτόνομους ανθρώπους. Μάλιστα, ο ίδιος έχει προσπαθήσει να σκιαγραφήσει την ηθική που είναι συμβατή με την αυτοστοχαστική επιλογή της αυτονομίας έναντι της ετερονομίας σε μια περιεκτικοδημοκρατική κοινωνία όπως οι αξίες της κοινότητας, της αλληλεγγύης, της αμοιβαιότητας κτλ., που βέβαια θα είναι σε άμεση συνάρτηση, όπως έγραψα, με τους θεσμούς ισοκατανομής δύναμης σε όλα τα επίπεδα.» και «το να κατηγορείς τον Φωτόπουλο για “συναισθηματικό μεταμοντερνισμό” και άλλα όπως “η ζωή είναι μαγκιά” είναι εντελώς αστοιχείωτο ως αστείο, λόγω άγνοιας ελπίζω, καθώς καμία σχέση δεν έχουν με όλη την ανάλυση του Φωτόπουλου (όπως π.χ. η αντισυστημικότητα) η οποία ακριβώς στηρίζεται στις λογικές (και ηθικές) συνέπειες που προέρχονται από την θεμελιακή επιλογή της αυτονομίας και η οποία αλλάζει όλο το πλαίσιο μέσα από το οποίο βλέπουμε και αναλύουμε τα κοινωνικά φαινόμενα.» Πράγματι ο Φωτόπουλος πήρε αποστάσεις από τον σχετικισμό του Καστοριάδη. Αλλά το έσχατο επιχείρημά του εξακολουθεί να είναι «Η δημοκρατία, όπως και η ίδια η ζωή, έχει ρίσκο και σε αυτό, ακριβώς, συνίσταται η ομορφιά της» Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεμελιώσει τίποτε αντικειμενικά (θεμελιώνει κάτι αντικειμενικά η άποψη περί ομορφιάς ή της ανωτερότητας του ρίσκου;), δηλαδή με τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβήτηση από κανέναν, όπως λ.χ. ο ηλιοκεντρισμός δεν αμφισβητείται στις δυτικές κοινωνίες, την ανάγκη για πολιτική και ηθική «αυτονομία», ακριβώς όπως και τίποτε δεν μπορούσε να θεμελιώσει λογικά και αναπόφευκτα την φεουδαρχία, παρά η προσφυγή σε επιχειρήματα από την «πραγματικότητα» (φυσική και υπερφυσική), δηλαδή σε επιχειρήματα έξω από το λόγο. Προσωπικά, επειδή δε θεωρώ τα ζητήματα της ισότητας ηθικά επιλύσιμα, πιστεύω ότι ο «ορθολογισμός» στο σημείο αυτό του Φωτόπουλου δεν μπορεί να σταθεί και ότι υπάρχει εντέλει μόνο η βία ως έσχατο επιχείρημα: της πλειονότητας ή της ισχυρής μειονότητας. Ο Καστοριάδης, νομίζω, σε αυτό ήταν πιο οξυδερκής από την ΠΔ, αναγνωρίζοντας ότι όχι κάποια ορθολογική ανάλυση της κοινωνίας, αλλά η υλική δύναμη είναι αυτή που δίνει το δικαίωμα σε μια κοινότητα να συσταθεί ως τέτοια και να ορίσει/περιορίσει τον εαυτό της δίνοντας τα χ,ψ,ζ δικαιώματα στα μέλη της και όχι στους υπόλοιπους. Ασφαλώς έπειτα έρχεται αναγκαστικά – σε κάθε ηθικιστική κοσμοεικόνα – η ανάγκη για ηθική αιτιολόγηση αυτής της επιβολής της υλικής δύναμης: «είναι ηθικό, δίκαιο, επιστημονικό, η αλληλεγγύη είναι ηθικά ανώτερη επιταγή από την αδιαφορία», γιατί όχι και η αγάπη κ.ο.κ., αυτά όμως έπονται. Παρακάτω βλέπω τη διάκριση μεταξύ του «αντικειμενικού» και του «αυτοστοχαστικού/υποκειμενικού», όταν, ikonikos, λες «η επιλογή της από κάποιον ως θεμέλιο της φιλοσοφίας του και των αντίστοιχων θεσμών των ανθρώπων και της κοινωνίας μπορεί να γίνει μόνο αυτοστοχαστικά/υποκειμενικά και όχι “αντικειμενικά” όπως φαίνεται να επιζητείς». Ασφαλώς καθένας ως υποκείμενο στοχάζεται πρωταρχικά, και όχι παρέα. Αλλά δεν κατανοώ τη διάκριση μεταξύ αντικειμενικού και αυτοστοχαστικού. Οι αντικειμενικές αλήθειες μόνο υποκειμενικά μπορούν να γίνουν αντιληπτές, γιατί μόνο υποκείμενα έχουν την ικανότητα της αντίληψης και της κατανόησης. Υπο
  21. […] «ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ» και «ΕΤΕΡΟΝΟΜΙΑ» της κοινωνίας Του Γιάννη – Portaaurea Αυτονομία σημαίνει η πολιτική κοινότητα όχι […] […]

Σχολιάστε