Σημερινή Πάτρας, Συνέντευξη, Τρίτη 11 Δεκ 2007
Η κατάθλιψη υποδιαγιγνώσκεται και υποθεραπεύεται. Υπάρχουν πολλοί που υποφέρουν σιωπηλά και δεν έχουν πάρει βοήθεια και, όταν θεραπεύονται, μας λένε «ξαναβρήκα τον εαυτό μου και είμαι όπως πριν πολλά χρόνια».
Στον Θάνο Χριστακόπουλο
Μιλώντας στη «Σ», ο ψυχίατρος Γιώργος Μανωλέσος επισημαίνει ότι οι σοβαρές ψυχικές διαταραχές δεν αυξάνονται στο πέρασμα του χρόνου, ωστόσο στις μέρες μας παρατηρείται σημαντική αύξηση στις διαταραχές του ψυχισμού, που έχουν να κάνουν με την προσαρμογή και το άγχος.
«Σ»: Υπάρχει σήμερα στη χώρα μας και διεθνώς αύξηση των σοβαρών ψυχικών διαταραχών;
Γ.Μ.: Οι σοβαρές ψυχικές διαταραχές, όπως είναι οι ψυχώσεις και οι συναισθηματικές διαταραχές, υπάρχει μια εντύπωση στον κόσμο ότι αυξάνονται, δεν αυξάνονται, όμως. Είναι σταθερές μέσα στο χρόνο. Ο κόσμος, όμως, πλέον έχει μάθει να μπορεί να το συζητάει. Δεν υπάρχει αυτός ο φόβος γύρω από τις ψυχικές νόσους, όπως παλιά, επειδή δεν μπορούσαμε να έχουμε και τα όπλα να τις θεραπεύουμε. Ο κόσμος σήμερα ξέρει ότι μπορεί να αποταθεί, να το κοινοποιήσει και στους ανθρώπους που είναι κοντά του. Επομένως, το ακούμε, ίσως, πιο συχνά. Οι βαριές ψυχικές διαταραχές, διαχρονικά και διαπολιτισμικά, είναι ίδιες, δεν αλλάζουν καθόλου. Π.χ., η σχιζοφρένεια, που είναι η πιο βαριά ψυχική διαταραχή, απαντάται σε ποσοστό 1,5%, δεν αλλάζει με τίποτα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις βαριές καταθλίψεις, που θα χρειαστούν αντιμετώπιση με φάρμακα.
«Σ»: Υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες μορφές ψυχικών ασθενειών που εξαπλώνονται, λόγω των ρυθμών του σύγχρονου τρόπου ζωής;
Γ.Μ.: Αυτό που η σύγχρονη εποχή σίγουρα έχει αυξήσει είναι οι διαταραχές του ψυχισμού, που σχετίζονται με την προσαρμογή και το άγχος. Αυτό που παλαιότερα ταξινομούσαμε στην κατηγορία των νευρώσεων. Είναι ο ανταγωνισμός που έχει αυξηθεί και οι συνθήκες της καθημερινότητας, που σίγουρα κουράζουν τον ψυχισμό και θα έλεγα ότι δεν είμαστε προετοιμασμένοι από μικροί να ζήσουμε σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, γιατί μεγαλώνουμε όπως μεγάλωναν οι πατεράδες και οι παππούδες μας, ενώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε μιαν άλλη ζωή, με συνέπεια αυτού του είδους οι διαταραχές, οι νευρώσεις, να είναι αυξημένες.
«Σ»: Πώς θα πρέπει, κατά τη γνώμη σας, ν’ αντιμετωπίζονται οι παθήσεις αυτές;
Γ.Μ.: Ασφαλώς, σε πλαίσιο δομημένο, το οποίο είναι η κοινοτική ψυχιατρική. Σε μια Πολιτεία που θέλει να πει ότι φροντίζει τους πολίτες της, από άποψη ψυχικής υγείας, θα πρέπει να έχει φροντίσει να υπάρχουν υπηρεσίες κοινοτικής ψυχιατρικής. Θα πρέπει να υπάρχει, πρώτα απ’ όλα, ένα κεντρικό ψυχιατρικό νοσοκομείο, για τις χρόνιες περιπτώσεις, που θα χρειάζονται νοσηλεία. Για την περιοχή μας τέτοιο νοσοκομείο υπάρχει στην Τρίπολη. Δεύτερον, απαιτούνται ψυχιατρικές κλινικές σε γενικά νοσοκομεία ανά νομό. Σε μας υπάρχει στο Ρίο, τώρα έγινε στον Πύργο και ελπίζουμε, σταδιακά, να γίνουν κι άλλες. Η επόμενη δομή είναι τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας κι αυτά δεν είναι πολλά στην Ελλάδα.
«Σ»: Υπάρχει κάποιος τρόπος, ώστε τα παιδιά να έχουν προετοιμαστεί σωστά και να μην είναι «επιρρεπή» σε ψυχικές διαταραχές;
Γ.Μ.: Αυτό που αναφέραμε, ότι «ζορίζεται» ο ψυχισμός μας, εν όψει των νέων συνθηκών ζωής, έχει να κάνει με το χαρακτήρα μας, ο οποίος διαμορφώνεται από τρεις παραμέτρους: τη γενετική μας καταβολή, τους βιολογικούς παράγοντες, που θα επιδράσουν ως τα 14 έτη της ζωής μας (φάρμακα, ουσίες που εισπνεύσαμε, φαγητά που φάγαμε κ.ά.) και το περιβάλλον μας (την οικογένεια στην οποία μεγαλώσαμε, τις συνθήκες που αντιμετωπίσαμε, τη γειτονιά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον). Εκεί, λοιπόν, έχει πολύ μεγάλη σημασία μια δραστηριότητα που έχουμε εφαρμόσει, η αγωγή κοινότητας, δηλαδή η ενημέρωση φορέων και κοινού, σε ζητήματα ψυχικής υγείας, γιατί μεγαλώνουμε χωρίς εκπαίδευση σ’ αυτά, περισσότερο με φόβο και άγνοια.
«Σ»: Δώστε μας τα βασικά συμπτώματα της κατάθλιψης, που ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως την ασθένεια του αιώνα μας…
Γ.Μ.: Βασικά, υπάρχει μια μεγάλη στενοχώρια, που δεν έχει σχέση με πραγματικά γεγονότα ή, αν υπάρχουν γεγονότα, τα βλέπει πολύ πιο στενάχωρα ο άνθρωπος, φτάνοντας ακόμα και στο στάδιο αναξιότητας για τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ύπνος διαταράσσεται, είτε προς την πλευρά της αϋπνίας είτε στην πλευρά της υπερυπνίας, δεν μπορεί να λειτουργήσει επαγγελματικά, οι διαπροσωπικές του σχέσεις και αυτές εκπίπτουν, υπάρχει σεξουαλική δυσλειτουργία, ανηδονία, ανορεξία ή βουλιμία. Σε έντονες καταστάσεις, υπάρχουν τάσεις αυτοκτονίας και απόπειρες και για το λόγο αυτό θέλει πολύ μεγάλη προσοχή. Αντιμετωπίζεται με φαρμακοθεραπεία και ψυχοθεραπεία, το καλύτερο φαίνεται να είναι ο συνδυασμός των δύο.
«Σ»: Είναι ιάσιμες αυτές οι καταστάσεις; Ξέρετε, πολύς κόσμος σκέπτεται πού να μπλέξω τώρα, σε μακρόχρονες διαδικασίες, με κόστος κ.ά. Είναι έτσι τα πράγματα;
Γ.Μ.: Υπάρχει η εντύπωση, σε σχέση με τα ψυχολογικά προβλήματα, ότι θα τα αντιμετωπίζει κάποιος διά βίου. Αυτό είναι λάθος. Εκείνο που γίνεται είναι ότι δεν τα αντιμετωπίζουμε σωστά και για το λόγο αυτό χρονίζουν, ενώ θα πρέπει να υπάρχει σωστή αντιμετώπιση, προκειμένου να ξεριζωθούν γρήγορα και να μην παιδεύεται κάποιος αρκετά χρόνια ή ολόκληρη τη ζωή του. Το λάθος δεν είναι ότι τα προβλήματα είναι χρόνια. Βεβαίως, κι εμείς, σε σχέση με άλλες επιστήμες, είμαστε αρκετά πίσω και αναμένουμε εξέλιξη, αλλά εκείνο που φταίει είναι η αντιμετώπιση. Κλασικό παράδειγμα είναι η κατάθλιψη, η οποία υποδιαγιγνώσκεται και υποθεραπεύεται. Μιλάμε για τρομακτικά ποσοστά. Υπάρχουν πολλοί που υποφέρουν σιωπηλά και δεν έχουν πάρει βοήθεια και, όταν θεραπεύονται, μας λένε -και είναι συγκινητικό- «ξαναβρήκα τον εαυτό μου και είμαι όπως πριν πολλά χρόνια».
«Σ»: Πείτε μας λίγα πράγματα για τη λειτουργία του Κέντρου που διευθύνετε…
Γ.Μ.: Για το Κέντρο μπορώ να σας πω ότι συνέβαλα στο να οργανωθεί και να λειτουργήσει, γιατί, ως κτίριο, υπήρχε από το 1993, αλλά ήταν κλειστό και είχε αρχίσει να φθείρεται. Εγώ πήρα μετάθεση εδώ το 2003 μόνος μου, μ’ ένα νοσοκόμο, και από τότε, σιγά – σιγά, καταφέραμε και το στελεχώσαμε. Έχουμε το Νοσοκομείο Ημέρας, έχουμε αυξημένο το εξωτερικό τακτικό ιατρείο. Απλά σας αναφέρω ότι, έως τώρα, φέτος έχουμε 4.182 ραντεβού, αυτό αντιστοιχεί περίπου σε 1.500 άτομα. Στόχος μας είναι να προλάβουμε τις ανάγκες και να μην οδηγηθεί ο άνθρωπος στη νοσηλεία, νομίζω δε ότι καταφέρνουμε αρκετά. Μάλιστα, από το Σεπτέμβριο του 2008, πρόκειται ν’ αρχίσουμε να ασχολούμαστε με την ψυχοκοινωνική υποστήριξη των ογκολογικών ασθενών.
ΠΗΓΗ: Πατρινή εφημερίδα Σημερινή,
http://www.simerini.gr/?section=32&category=2198&newsid35=9845
Σχολιάστε