Απόψεις για ενιαίο Μάθημα θρησκευτικών
1) Υπόμνημα τριών μελών του Π.Ι.
Αγία Παρασκευή, 4 Σεπτεμβρίου 2008
Κύριε Υπουργέ,
Είναι γεγονός ότι για παραπάνω από τριάντα χρόνια όλοι οι Σύμβουλοι και οι Πάρεδροι του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου της Α/θμιας όσο και της Β/θμιας Εκπαίδευσης εργάστηκαν για τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό του μαθήματος των Θρησκευτικών σε συνεργασία πάντοτε με υπηρεσιακούς παράγοντες του ΥΠΕΠΘ. Καρπός αυτής της εργασίας και συνεργασίας, που εναρμονίζεται απολύτως με το Σύνταγμα και τους νόμους, ήταν νέα αναλυτικά προγράμματα και σχολικά βιβλία, τα οποία είχαν θετική αποδοχή από τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τους γονείς τους. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαίωμα απαλλαγής από το θρησκευτικό μάθημα ουδόλως εθίγη, αφού μπορούσαν με σύννομες διαδικασίες να εξαιρεθούν οι αλλόθρησκοι και οι ετερόδοξοι μαθητές.
Έτσι, η εγκύκλιος της 10ης Ιουλίου 2008, σχετικά με την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, μας αιφνιδίασε και μας προβλημάτισε. Γιατί, για πρώτη φορά, υποδηλώνεται ότι όλοι οι μαθητές έχουν δικαίωμα απαλλαγής από τα Θρησκευτικά, αρκεί να το ζητήσουν, δίχως καμία περαιτέρω επεξήγηση. Στην ουσία, το μάθημα από υποχρεωτικό μετατρέπεται σε προαιρετικό και ενώ υπονοείται ο ομολογιακός του χαρακτήρας, ακόμη και οι ορθόδοξοι μαθητές μπορούν να απαλλάσσονται από τη διδασκαλία του. Οι δύο εγκύκλιοι που ακολούθησαν, 4-8-2008 και 26-8-1008, αντί να διευκρινίζουν και να απαντούν στα εύλογα ερωτήματα, επέτειναν την ασάφεια και, επιτρέψτε μας, τη σύγχυση.
Για τον λόγο αυτό, θα ήταν σκόπιμη η έκδοση νέας εγκυκλίου, στην οποία να βεβαιώνεται ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών και να διευκρινίζεται ότι η απαλλαγή από αυτό αφορά λόγους θρησκευτικής συνείδησης, δηλαδή, περιπτώσεις αλλοθρήσκων και ετεροδόξων μαθητών που το επιθυμούν.
Στο συνημμένο υπόμνημά μας, αναλύονται τα σχετικά με το δικαίωμα της απαλλαγής, οι παιδαγωγικές και άλλες επιπτώσεις από τις τελευταίες ρυθμίσεις, ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία του ισχύοντος θρησκευτικού μαθήματος, καθώς και οι προοπτικές για μία περαιτέρω αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του, ώστε με μια νέα και διευρυμένη νομιμοποιητική βάση να απευθύνεται και να ενδιαφέρει όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως ομολογίας ή θρησκεύματος.
Με τιμή,
Σταύρος Γιαγκάζογλου, Σύμβουλος Π.Ι.
Γεώργιος Στάθης, Μόνιμος Πάρεδρος Π.Ι.
Παντελής Καλαϊτζίδης, Πάρεδρος ε.θ. Π.Ι.
Υπόμνημα σχετικά με την εγκύκλιο του Υπεπθ
περί απαλλαγής από τα Θρησκευτικά
Το δικαίωμα της απαλλαγής
Το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει την καλλιέργεια και ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών στη δημόσια εκπαίδευση. Επειδή, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1, «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη» και «Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη…», για την θρησκευτική αγωγή προβλέπονται απαλλαγές και εξαιρέσεις, όταν ορισμένοι μαθητές ή οι κηδεμόνες τους το επιθυμούν. Η θρησκευτική ελευθερία, η οποία αποτελεί συνταγματική επιταγή αλλά και όρο του Ν. 1566, διασφαλίζεται στη δημόσια εκπαίδευση με τη γνώση και το διάλογο. Κι αυτό γιατί συχνά η έλλειψη γνώσης υπονομεύει τη θρησκευτική ελευθερία, καθώς καθιστά τον απληροφόρητο για το εν γένει θρησκευτικό φαινόμενο μαθητή ευάλωτο σε θρησκευτική παραπλάνηση. Ωστόσο, οι γονείς έχουν το δικαίωμα να εξασφαλίζουν για τα παιδιά τους μόρφωση και εκπαίδευση, η οποία να συμφωνεί με τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις (Προσθ. Πρωτ. 1, αρθρ. 2 ΕΣΔΑ).
Για τους λόγους αυτούς, η θρησκευτική ελευθερία διασφαλίζεται στην εκπαίδευση και με το δικαίωμα της απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών. Όπως πάντοτε γινόταν και συνεχίζει να γίνεται στο ελληνικό δημόσιο σχολείο, δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα έχουν οι αλλόθρησκοι, οι ετερόδοξοι και εκείνοι οι μαθητές που, για σοβαρούς λόγους θρησκευτικής συνείδησης, το επιθυμούν. Ωστόσο, το μέτρο της απαλλαγής δεν μπορεί να ισχύει για όλους τους μαθητές, παρά τα όσα δήλωσε πρόσφατα ο Συνήγορος του Πολίτη. Γιατί όταν γενικεύεται η δυνατότητα απαλλαγής, χωρίς μάλιστα να απαιτείται εξήγηση, τότε ένα μάθημα που ανήκει στον κορμό των μαθημάτων γενικής παιδείας, όπως είναι το μάθημα των Θρησκευτικών, καθίσταται αυτομάτως μάθημα προαιρετικό.
Ευρωπαϊκή πραγματικότητα και το δικαίωμα στη γνώση
Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ενταγμένο από συστάσεως του ελληνικού κράτους στον κορμό των μαθημάτων του σχολείου, τα δε αναλυτικά προγράμματα του μαθήματος, όπως και όλων των άλλων μαθημάτων, είναι νόμος του κράτους. Από τότε μέχρι σήμερα, το μάθημα έχει αλλάξει πολλές φορές ύφος και περιεχόμενο, ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτήσεις και τα δεδομένα της κάθε εποχής. Όμως πάντοτε η ελληνική Πολιτεία είχε αυτή και όχι άλλος φορέας την εποπτεία, τον διαρκή έλεγχο, τον σχεδιασμό των προγραμμάτων σπουδών και των βιβλίων αλλά και τον διορισμό, την επιμόρφωση και αξιολόγηση των θεολόγων εκπαιδευτικών. Ακόμη, κατά το Σύνταγμα, η Πολιτεία μεριμνά ώστε, παρέχοντας θρησκευτική αγωγή, να μην παραβιάζεται η θρησκευτική ελευθερία κανενός.
Από τις βασικότερες επιδιώξεις της εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι να εφοδιάσει τους μαθητές με τα στοιχεία εκείνα που είναι απαραίτητα, ώστε να ζήσουν αρμονικά στην πολυπολιτισμική κοινωνία της Ευρώπης. Να γνωρίσουν, δηλαδή, οι μαθητές, όχι μόνο τη δική τους θρησκευτική κληρονομιά, αλλά και τις θρησκευτικές παραδόσεις και αξίες και άλλων ανθρώπων. Η επιδίωξη αυτή πέραν του ότι στοχεύει, με βάση τη γνώση, στο σχηματισμό μιας κοινωνίας ανεκτικότερης στην ετερότητα, υλοποιεί παράλληλα και το δικαίωμα του παιδιού στη γνώση.
Ασκώντας το έργο αυτό η Πολιτεία, μπορεί να προφυλάσσει το σχολείο από εκδηλώσεις θρησκευτικού φονταμενταλισμού και άλλες ακραίες εκδηλώσεις θρησκευτικής πίστης, αλλά και να αποτρέπει, στο μέτρο του δυνατού, την ανάπτυξη επικίνδυνων για το κοινωνικό σώμα θρησκευτικών ομάδων ή σεκτών.
Με τη διδασκαλία ενός καθαρά ομολογιακού μαθήματος, που θα είναι εκ των πραγμάτων προαιρετικό, ή κάθε θρησκείας σε χωριστή τάξη, μπορεί να εμφανιστεί στα σχολεία ένα πρωτόγνωρο για την Ελλάδα φαινόμενο, αυτό της θρησκευτικής ομοσπονδοποίησης του σχολείου. Η θρησκευτική ομοσπονδοποίηση του σχολείου μπορεί να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα στην εκχώρηση της ευθύνης του θρησκευτικού μαθήματος από την Πολιτεία στις επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες. Θα είναι η χειρότερη εξέλιξη, δεδομένης της μόνιμης ροπής των θρησκειών και των Εκκλησιών προς τον φονταμενταλισμό και την παραδοσιοκρατία. Αν τούτο συσχετιστεί με το δεδομένο ιστορικό γεγονός ότι στα Βαλκάνια και στην νοτιοανατολική Ευρώπη η θρησκεία υπήρξε σχεδόν πάντα παράγων εθνογένεσης, απαιτείται να μελετηθούν σε βάθος οι ποικίλες παράμετροι ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Πολλαπλά ομολογιακά μαθήματα
Η διδασκαλία κάθε θρησκεύματος χωριστά θα σημάνει και μιαν «επανομολογιοποίηση» των διαφόρων χριστιανικών Εκκλησιών, ομολογιών και κοινοτήτων στην Ελλάδα (Ρωμαιοκαθολικοί, ποικίλες προτεσταντικές κοινότητες, Αρμένιοι, Κόπτες κ.ά.), που ενδεχομένως θα απαιτήσουν την ιδιαίτερη διδασκαλία και προβολή της δικής τους ομολογίας. Επισημαίνεται ότι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο διά του τομέα των θεολόγων του, μετά από υπεύθυνο διάλογο, προχώρησε σε συμφωνία με την επιτροπή παιδείας της Συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, ήδη από το 2005, προκειμένου να χρησιμοποιούν στις Κυκλάδες και στην Κέρκυρα και οι ρωμαιοκαθολικοί μαθητές γυμνασίου τα νέα διδακτικά βιβλία Θρησκευτικών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Το ισχύον θρησκευτικό μάθημα
Το υφιστάμενο μάθημα των θρησκευτικών, όπως και οι προσανατολισμοί και οι επιλογές της δημόσιας εκπαίδευσης, πέρασε από διάφορες φάσεις, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον μονοφωνικό ή κατηχητικό ή αυστηρά ομολογιακό. Σήμερα τείνει σταθερά να είναι ένα μάθημα ανοικτό και ανεκτικό προς τις άλλες χριστιανικές ομολογίες αλλά και τις άλλες θρησκείες με γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Ως εκ τούτου, συνιστά γνωριμία με τα μορφωτικά αγαθά, τις αξίες και τον πολιτισμό που διαμόρφωσε ο Χριστιανισμός και η ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα διδάσκεται το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά και οι μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις των λαών. Ακόμη, στο πλαίσιο του μαθήματος, τα κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου προσεγγίζονται με πνεύμα διαλόγου, ελευθερίας και καταλλαγής, χωρίς ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμό, φανατισμό ή μισαλλοδοξία. Με άλλα λόγια, το σύγχρονο μάθημα των Θρησκευτικών βοηθά στην κατανόηση της παράδοσης και εκφράζει τον θρησκευτικό πολιτισμό μας με σεβασμό προς κάθε ετερότητα.
Το μάθημα των Θρησκευτικών στη χώρα μας, ενταγμένο οργανικά στην παρεχόμενη από την Πολιτεία εκπαίδευση, διαλέγεται με τα άλλα μαθήματα στο πλαίσιο της διαθεματικής και διεπιστημονικής προσέγγισης της σχολικής γνώσης, η οποία αποσκοπεί στην καλλιέργεια ενός γνήσιου ανθρωπισμού. Η διαμόρφωση αξιών, στάσεων, η υπέρβαση των προκαταλήψεων, των στερεοτύπων και των διακρίσεων, η αποδοχή των διαφορών, η επίλυση των αντιπαλοτήτων, η ανάλυση και συζήτηση μεγάλων σύγχρονων προβλημάτων συνδέονται με τις αξίες και την υπαρξιακή στάση που προκύπτει από το ήθος της ελληνορθόδοξης παράδοσης.
Ως εκ της θέσεώς του στον κορμό των μαθημάτων, δεν μπορεί να είναι «μονοφωνικό» και «μονόπλευρο». Είναι γεγονός ότι ο διάλογος των μαθημάτων στην ελληνική σχολική πραγματικότητα, διαμόρφωσε τις τελευταίες δεκαετίες νέες δυνατότητες και νέους ορίζοντες στη διδασκαλία και του θρησκευτικού μαθήματος. Το θρησκευτικό μάθημα με σαφή τον γνωσιολογικό του χαρακτήρα και απελευθερωμένο από την παλαιά αντίληψη που το ήθελε στενά ομολογιακό, κατηχητικό και ηθοπλαστικό, εγκεντρίζεται, πολλές φορές κριτικά και αυτοκριτικά, κυρίως, στα μορφωτικά και πολιτιστικά αγαθά της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης και του βυζαντινού πολιτισμού. Δίνοντας έμφαση στην ιστορία και στον πολιτισμό, έχει συνάμα ανοικτούς ορίζοντες και διαλέγεται με τα ζητήματα και τις προτεραιότητες που θέτει ο ραγδαία μεταβαλλόμενος σύγχρονος κόσμος και πολιτισμός. Αναμφίβολα, λοιπόν, προσφέρει στην υπόθεση της παιδείας στον τόπο μας και έχει πολλά ακόμη να συνεισφέρει στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής αγωγής.
Αν, λοιπόν, καθιερωθεί στο δημόσιο σχολείο προαιρετικό μάθημα Θρησκευτικών, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος το υπάρχον θρησκευτικό μάθημα να προσανατολισθεί προς μια απόλυτα ομολογιακή και κατηχητική έκφραση. Στην περίπτωση αυτή, είναι φανερό ότι θα υποβαθμιστούν οι υπάρχουσες Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων, ενώ οι εκπαιδευτικοί που θα διδάσκουν ένα αμιγώς ορθόδοξο ομολογιακό θρησκευτικό μάθημα, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο του μαθήματος, δεν θα εποπτεύονται και ελέγχονται από τα θεσμοθετημένα όργανα της Πολιτείας, αλλά απευθείας από την Εκκλησία.
Θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε εδώ ότι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, όταν το 2004 ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εξεδήλωσε πρόθεση κηδεμονίας του μαθήματος (βλ. περ. Εκκλησία Δεκ. 2004-Ιαν. 2005), απάντησε ότι «το θρησκευτικό μάθημα δεν αντιμετωπίζεται ως ένα ειδικό μάθημα – με ό,τι αυτό συνεπάγεται – αλλά ως ένα κανονικό μάθημα του σχολικού προγράμματος». Ως εκ τούτου, το αναλυτικό πρόγραμμα και τα βιβλία των Θρησκευτικών, σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία, «είναι έργο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ως ανεξάρτητης δημόσιας υπηρεσίας, η οποία υπάγεται κατευθείαν στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων» και όχι της Εκκλησίας.
Εξάλλου, η αρνητική κριτική που δέχθηκαν πρόσφατα τα νέα βιβλία των Θρησκευτικών του Γυμνασίου από εκκλησιαστικούς κύκλους σχετίζεται κυρίως με τον μη ομολογιακό χαρακτήρα τους. Αντίθετα, η θετική κριτική την οποία εξέφρασαν ακαδημαϊκοί κύκλοι (Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.), εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς σχετίζεται ακριβώς με τον ανοικτό, πλουραλιστικό και κυρίως με τον ορθό παιδαγωγικό και θεολογικό προσανατολισμό των νέων βιβλίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρόσφατη έρευνα της ΟΛΜΕ, το νέο βιβλίο Θρησκευτικών της Β΄ Γυμνασίου απέσπασε την πρώτη θέση μεταξύ όλων των νέων βιβλίων σύμφωνα με την κρίση των εκπαιδευτικών.
Θρησκευτική κατήχηση – όποιο κι αν είναι το θεματικό της περιεχόμενο – και δημόσιο σχολείο δεν μπορούν να συνδυαστούν στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές και πλουραλιστικές κοινωνίες. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, θα πλήξει καίρια ένα ανοικτό, πλουραλιστικό, διαπολιτισμικό και ανεκτικό προς την ετερότητα θρησκευτικό μάθημα που χωράει, ενδιαφέρει και απευθύνεται σε όλους.
Προοπτικές περαιτέρω αλλαγής του θεσμικού πλαισίου του μαθήματος των Θρησκευτικών
Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι κατήχηση ή μύηση στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, αλλά ένα από τα μαθήματα του σχολείου με ιδιαίτερο μορφωτικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Για τον λόγο αυτό, δεν ορίζεται και δεν εποπτεύεται από καμία Εκκλησία, δόγμα ή ομολογία, ενώ η διδακτέα ύλη του καθορίζεται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και αποτελεί – όπως κάθε αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας – νόμο του κράτους. Ακόμη, ο τρόπος διδασκαλίας και αξιολόγησής του διέπεται από τις παιδαγωγικές και διδακτικές παραμέτρους που ισχύουν για όλα τα μαθήματα του Ελληνικού σχολείου.
Αν και το νομικό πλαίσιο που διέπει το μάθημα είναι απολύτως σαφές και ξεκάθαρο, η πραγματικότητα αυτή συχνά δεν γίνεται αντιληπτή. Συχνά, πρωτοβουλίες και πρακτικές στη σχολική πράξη τροφοδοτούν τη δημόσια κριτική, δυσχεραίνοντας την νηφάλια αντιμετώπιση. Σημειώνουμε εδώ με έμφαση ότι η κριτική και ο δημόσιος διάλογος, χαρακτηριστικά της δημοκρατικής πολιτείας, είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτα αλλά και επιθυμητά. Ο διάλογος, όμως, και η κριτική γίνονται μόνο όταν ένα μάθημα του σχολείου είναι έτσι θεσμοθετημένο, ώστε να είναι ανοικτό και να αφορά όλους τους μαθητές. Διαφορετικά, και εφόσον η Πολιτεία δεν σχεδιάζει ούτε εποπτεύει, το μάθημα γίνεται κλειστό και, άρα, ανεξέλεγκτο.
Συνεπώς, απαιτείται άμεσα περαιτέρω αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και της νομιμοποιητικής βάσης του μαθήματος, ώστε ρητά και εκπεφρασμένα να μην θεωρείται πλέον θρησκευτική κατήχηση ή ομολογιακό μάθημα, αλλά ένα μάθημα με σαφώς ανοικτό, πλουραλιστικό και μορφωτικό-γνωσιολογικό περιεχόμενο. Ως βάση του μπορεί να χρησιμοποιηθεί το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά, οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου, ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ειδικότερα, με έμφαση στην ιστορία και στον πολιτισμό. Τούτο, άλλωστε, ισχύει εν πολλοίς και στα υπάρχοντα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για εκσυγχρονισμό και προσαρμογή στα σημερινά δεδομένα, τόσο του χαρακτήρα όσο και του περιεχομένου του μαθήματος, όπως άλλωστε οι ίδιοι οι θεολόγοι-εκπαιδευτικοί έχουν επισημάνει σε συνέδρια των τελευταίων ετών με κεντρικό άξονα τον παραπάνω προβληματισμό.
Οι μαθητές οφείλουν να προσεγγίζουν τα παραπάνω από ιστορική και πολιτισμική σκοπιά, όχι μόνο για να γνωρίζουν τη δική τους θρησκευτική παράδοση αλλά και τις θρησκευτικές παραδόσεις των άλλων ανθρώπων με τους οποίους διαβιούν στις σύγχρονες ανοικτές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Μετά την τυπική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του μαθήματος, η θρησκευτική αγωγή δεν θα συνιστά παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας κανενός μαθητή. Αντίθετα, θα απευθύνεται και θα ενδιαφέρει όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως ομολογίας ή θρησκεύματος.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι Εθνικές Ανεξάρτητες Αρχές και οι ρυθμίσεις στη σχολική πράξη μετά την απαλλαγή από τα Θρησκευτικά
1. Με δεδομένο ότι κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα τη σχολική καθημερινότητα από τους μαχόμενους εκπαιδευτικούς, σημειώνουμε τα εξής:
Οι δικαστικές αποφάσεις και οι γνωμοδοτήσεις των Ανεξάρτητων Αρχών ορίζουν ένα πλαίσιο δράσης. Η Διοίκηση θα πρέπει με προσεκτικές από κάθε άποψη διαδικασίες να τις υλοποιήσει. Πάντως, ο σχεδιασμός και η στρατηγική της εκπαίδευσης, αλλά και η κατάρτιση των αναλυτικών προγραμμάτων και η σύνταξη των σχολικών βιβλίων είναι έργο και ευθύνη της επιστημονικής, παιδαγωγικής και εκπαιδευτικής κοινότητας, η οποία εκφράζεται από τα θεσμοθετημένα όργανα της Πολιτείας. Όπου, για κάθε ζήτημα της εκπαίδευσης, γίνεται ευρεία συζήτηση, αντιπαράθεση απόψεων, ουσιαστικά ένας εθνικός διάλογος. Οι αποφάσεις και τα πορίσματα που αφορούν κάθε μάθημα, άρα και το μάθημα των Θρησκευτικών, λαμβάνονται σε ολομέλειες θεσμοθετημένων οργάνων, τα οποία έχουν κύριο μέλημα την εφαρμογή των νόμων της Πολιτείας, την αναπλαισίωση της επιστημονικής γνώσης και την κοινωνική πραγματικότητα.
2. Με βάση την μέχρι τώρα σχολική εμπειρία, επισημαίνεται ότι θα υπάρξουν ποικίλα προβλήματα, γιατί ακόμη και οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις για την απασχόληση των απαλλαγέντων από τα Θρησκευτικά μαθητών με διαφορετικό διδακτικό αντικείμενο δεν μπορεί αυτονόητα να υλοποιηθούν στην σχολική πράξη και λειτουργία. Επιπλέον, θα υπάρξουν προβλήματα και μεταξύ συναδέλφων σχετικά με το ποιος, πώς και πότε θα αναπληρώνει τις ώρες απαλλαγής από τα Θρησκευτικά, με αποτέλεσμα οι μαθητές να παραμένουν τελικά εκτός μαθήματος.
3. Η διαδικασία απαλλαγής θα πρέπει να ελέγχεται από τον Διευθυντή του σχολείου, όπως προέβλεπε και συνιστούσε και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ώστε πράγματι να απαλλάσσεται ο μαθητής που επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης και να αποκλειστεί η περίπτωση απαλλαγής για λόγους «ευκολίας» (ένα μάθημα λιγότερο, κενό κ.ά.).
Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αλλάζει το ωρολόγιο πρόγραμμα, ώστε οι μαθητές που απαλλάσσονται από τα Θρησκευτικά να αποχωρούν από το σχολείο νωρίτερα.
Οι μαθητές που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να περιφέρονται εντός ή εκτός του Σχολείου, όχι μόνο για λόγους ασφαλείας των ίδιων, αλλά και για την εύρυθμη λειτουργία του Σχολείου.
Όσον αφορά την τελευταία εγκύκλιο (26-8-08), η οποία ορίζει τα σχετικά με την παιδαγωγική απασχόληση των απαλλαγέντων από το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν διευκρινίζεται σαφώς, αν και οι ορθόδοξοι μαθητές, πέρα από τους αλλόθρησκους ή ετερόδοξους, μπορούν να απαλλάσσονται (ή όχι) και άρα να παρακολουθούν υποχρεωτικά (ή όχι) κάποιο άλλο διδακτικό αντικείμενο.
Εφόσον ισχύσουν και οι δύο προηγούμενες εγκύκλιοι, είναι σαφές ότι το δικαίωμα της απαλλαγής μπορεί να χρησιμοποιηθεί τυπικά και ουσιαστικά και από τους ορθόδοξους μαθητές.
Ακόμη, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις για την απασχόληση των απαλλαγέντων από τα Θρησκευτικά μαθητών, όχι μόνο είναι πολύ δύσκολο έως και εντελώς αδύνατον να εφαρμοστούν στην πράξη, αλλά θα προκαλέσουν μόνο σύγχυση και αναστάτωση στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου και στο παιδαγωγικό κλίμα κάθε τάξης. Επιπλέον, μπορεί να επιτείνουν αυτό που προσπαθεί να θεραπεύσει η εγκύκλιος περί απαλλαγής, δηλαδή, την αξίωση αποκάλυψης των ατομικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, επιτυγχάνοντας τα εντελώς αντίθετα, δηλαδή τον διαχωρισμό και τις διακρίσεις μεταξύ των μαθητών.
Νέα δεδομένα στα σχολεία;
Με την εκτεταμένη αυτή δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, εισάγονται κυριολεκτικά νέα δεδομένα στο σχολείο και στον σχολικό πολιτισμό. Εισάγεται, στην κυριολεξία, ένα σύστημα για μαθητές δύο ταχυτήτων, εκείνων που θα έχουν λιγότερα μαθήματα και, άρα, θα έχουν περισσότερα κενά και όσων θα έχουν περισσότερα μαθήματα και δεν θα έχουν κενά κ.λπ. Επιπλέον, οι μαθητές, ούτως ή άλλως, στιγματίζονται με την απαλλαγή ή την μη απαλλαγή, ενώ διακυβεύεται η θέση και το παιδαγωγικό status του δημόσιου σχολείου. Όταν, όμως, ένα μάθημα αμφισβητείται πολλαπλώς, με την δυνατότητα της εύκολης απαλλαγής από αυτό, πολλά μπορεί να συμβαίνουν σε κάθε σχολείο.
Κατά την διδακτική πράξη, π.χ. είναι δυνατό άλλοτε να σκληραίνει και να στενεύει φανατικά ο ομολογιακός του χαρακτήρας και, άλλοτε, για τους ίδιους λόγους, να διολισθαίνει σε μιαν ανεξέλεγκτη κατάσταση. Ακόμη, υπάρχει το ενδεχόμενο πολλοί γονείς για λόγους ευσέβειας, δηλαδή, εκ του αντιθέτου λόγου κινούμενοι, να ζητούν την απαλλαγή των παιδιών τους από τα Θρησκευτικά, γιατί, απλώς, δεν θα συμφωνούν με την μη ομολογιακή ή ακραιφνώς παραδοσιακή και ορθόδοξη γραμμή στη διδασκαλία του θεολόγου εκπαιδευτικού. Ένας σημαντικός αριθμός μαθητών, ενδεχομένως, να απαλλάσσεται από τα Θρησκευτικά, για να έχει ένα μάθημα λιγότερο, για να σχολάει νωρίτερα, για να έχει κενό κ.λπ.. Η τραγελαφική αυτή κατάσταση θα σημάνει γελοιοποίηση του μαθήματος, αλλά και των διδασκόντων με αρνητικές συνέπειες στο παιδαγωγικό κλίμα και στην καθημερινότητα του σχολείου.
Επίσης, σοβαρό ζήτημα θα προκύψει αναπόφευκτα και για τους διδάσκοντες το μάθημα καθηγητές θεολόγους. Είναι και αυτοί, όπως είναι ο Συνήγορος του Πολίτη, οι γονείς και οι μαθητές που επιθυμούν να εξαιρεθούν από τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, Έλληνες πολίτες, υπάλληλοι του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με υποχρεώσεις προς την Πολιτεία αλλά και με δικαιώματα.
Συνοψίζοντας, το μάθημα των Θρησκευτικών δεν αποτελεί μύηση σε μια εθνοκεντρική ή ομολογιακή ορθοδοξία, αλλά αποτελεί γνώση και μελέτη του Χριστιανισμού ως βιβλικής ιστορίας και βιβλικού λόγου, ως ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης και ως πολιτιστικής έκφρασης σε οικουμενικό πλαίσιο. Συνάμα, στις μεγαλύτερες τάξεις επιδιώκεται η γνωριμία με τη θρησκεία ως πανανθρώπινο φαινόμενο καθώς και με τα μεγάλα θρησκεύματα ανά τον κόσμο, αλλά και η σπουδή μιας σειράς από θέματα χριστιανικής ηθικής με επίκεντρο την ελευθερία, την ευθύνη και την ακεραιότητα του ανθρώπινου προσώπου και με κριτικές αναφορές στα σύγχρονα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα. Σε στενό σύνδεσμο με τη συνέχεια και την παράδοση του ελληνικού πολιτισμού, το μάθημα των Θρησκευτικών είναι, και οφείλει να συνεχίσει να είναι, κριτικό για κάθε μορφή θρησκευτικής παθολογίας, ανταποκρινόμενο στις ανάγκες μιας ελεύθερης πλουραλιστικής δημοκρατικής κοινωνίας.
Είναι βέβαιο ότι η μετατροπή του σε προαιρετικό ή και αμφισβητούμενο μάθημα θα υποβαθμίσει σε όλο το ελληνικό δημόσιο σχολείο τη γνωριμία, την αντίληψη και τη θέση της Ορθοδοξίας στην ελληνική παράδοση και πολιτιστική κληρονομιά.
Το διοικητικό πλαίσιο δεν είναι ανεξάρτητο από το παιδαγωγικό
Στο δημόσιο σχολείο, ευαίσθητα ζητήματα, όπως είναι η ταυτότητα και η φυσιογνωμία ενός μαθήματος, ο υποχρεωτικός ή προαιρετικός του χαρακτήρας, δύσκολα αντιμετωπίζονται με υπηρεσιακές και γραφειοκρατικές αποφάσεις, δίχως να έχουν προηγουμένως αναλυθεί και ζυγιστεί οι επιπτώσεις τους στο παιδαγωγικό πλαίσιο και κλίμα του συγκεκριμένου μαθήματος, στην καθημερινή λειτουργία του σχολείου, στην εν γένει σχολική ζωή, στα λειτουργικά προβλήματα αλλά και τα νέα δεδομένα, τα οποία κατ’ ανάγκην θα συνεπιφέρουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οποιαδήποτε παρέμβαση ή αλλαγή στο διοικητικό πλαίσιο της εκπαίδευσης έχει άμεσες επιπτώσεις και στο παιδαγωγικό.
Για όλους αυτούς τους λόγους θα έπρεπε, πριν συνταχτεί η αρχική εγκύκλιος και οι διευκρινίσεις που ακολούθησαν για την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, μια ειδική επιτροπή (Θεολόγοι του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Σχολικοί Σύμβουλοι, Νομικός Σύμβουλος του ΥΠΕΠΘ, υπηρεσιακοί παράγοντες του ΥΠΕΠΘ, ΥΠΕΞ κ.ά.) να έχει μελετήσει το ζήτημα σε βάθος και από κάθε πλευρά, φροντίζοντας ώστε οι προτάσεις και οι προτεινόμενες λύσεις να είναι συμβατές με το Σύνταγμα, τον Ν. 1566, τις συστάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, την αρχή της ανεξιθρησκίας, την πραγματικότητα των αλλοδαπών μαθητών στο ελληνικό σχολείο, αλλά και το όλο παιδαγωγικό πλαίσιο και τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος. Ωστόσο, η επιτροπή αυτή μπορεί να συνέλθει ακόμη και τώρα, για να επεξεργαστεί ένα ενιαίο και τελικό πλαίσιο σχετικά με το ζήτημα της απαλλαγής.
ΠΗΓΗ: http://www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika/news/Ypomnhma4_9_2008.doc
2) Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ για το μάθημα των Θρησκευτικών
Οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία, η διαμόρφωση μιας κατάστασης πολιτιστικού πλουραλισμού στην κοινωνία και το μαθητικό πληθυσμό, οι μεταναστεύσεις, η ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα προσωπικά δεδομένα, αποτελούν βασικούς λόγους για τους οποίους ήρθε πάλι στο προσκήνιο το θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, ευαίσθητο πάντοτε απέναντι στις κοινωνικές εξελίξεις και τους προβληματισμούς που προκαλούνται από αυτές, θεωρεί ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιηθούν ορισμένες παρεμβάσεις που μακροπρόθεσμα θα αντιμετωπίσουν τα σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών προβλήματα. Με το θέμα αυτό άλλωστε έχει ασχοληθεί και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Σύσταση 1720/2005, την οποία απηύθυνε προς τις χώρες-μέλη του, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την επιλογή των απαραίτητων ρυθμίσεων.
Επί του θέματος λοιπόν αυτού το Διοικητικό Συμβούλιο του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ με την ευκαιρία της έναρξης του σχολικού έτους στην πρώτη του φετινή συνεδρία κατέληξε μετά από διεξοδική συζήτηση στο συμπέρασμα, ότι στο φλέγον αυτό ζήτημα θα πρέπει να ισχύσουν οι εξής αρχές:
1. Όλοι οι μαθητές του Σχολείου πρέπει να παρακολουθούν ένα μάθημα που σχετίζεται με τη θρησκεία.
2. Το μάθημα θα πρέπει καταρχήν να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές και να μην έχει ομολογιακό χαρακτήρα αλλά πολιτιστικό και να αποσκοπεί στην παροχή γνώσεων. Το μάθημα βέβαια των θρησκευτικών, σύμφωνα και με τη σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι, ούτως ώστε να μη τίθενται ζητήματα συνείδησης.
3. Το μάθημα των θρησκευτικών συνταγματικά ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, η οποία εκφράζεται μέσω των υπεύθυνων εκπαιδευτικών φορέων του και ρυθμίζεται με βάση εκπαιδευτικά κριτήρια. Στην υπόθεση μπορούν να έχουν λόγο οι θρησκευτικές κοινότητες μόνο στο βαθμό που προσβάλλονται οι θρησκευτικές τους αντιλήψεις.
4. Το ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 16 παρ. 2 προβλέπει την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία όμως πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τα σύγχρονα πολιτιστικά και κοινωνικά δεδομένα.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής το Τμήμα Θεολογίας σε πρώτη φάση καταθέτει δύο προτάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη πρόταση θα μπορούσε να υπάρχει ένα κοινό μάθημα πολιτιστικού και γνωσιακού χαρακτήρα, το οποίο θα είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, σύμφωνα με την προαναφερθείσα δεύτερη αρχή.
Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, μπορεί να βελτιωθεί το υπάρχον μάθημα, παίρνοντας έναν περισσότερο οικουμενικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, με στόχο να το παρακολουθούν καταρχήν οι Χριστιανοί. Ταυτόχρονα πρέπει να προστεθεί ως εναλλακτική δυνατότητα, για όσους δεν θα ήθελαν να το παρακολουθούν για λόγους συνείδησης, ένα δεύτερο μάθημα διαθρησκειακό ή γνωριμίας με τις θρησκείες του κόσμου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα σε όλους τους μαθητές να επιλέγουν να παρακολουθήσουν όποιο από τα δύο θα ήθελαν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν το λόγο της επιλογής τους. Έτσι, δεν θα είναι απαραίτητο να ζητήσουν εξαίρεση για λόγους συνείδησης, αφού θα έχουν τη δυνατότητα επιλογής.
Για την υλοποίηση οποιασδήποτε από τις παραπάνω προτάσεις πρέπει να μετεκπαιδευτούν οι υπηρετούντες θεολόγοι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφού κατά τεκμήριο είναι οι μόνοι ειδικοί για να διδάξουν οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία ή τις θρησκείες. Τα Θεολογικά Τμήματα διαθέτουν την απαραίτητη υποδομή για να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή, αφού στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνονται θρησκειολογικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά, πολιτιστικά και παιδαγωγικά μαθήματα. Ταυτόχρονα μια μερική αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών τους σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, πράγμα που το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ ήδη μελετά, μπορεί να καταστήσει εμφανέστερη τη δυνατότητά τους αυτή με την καθιέρωση μιας ειδικής κατεύθυνσης για την εκπαίδευση.
Είναι αυτονόητο, ότι οι παραπάνω σκέψεις δεν εξαντλούν το θέμα στην ολότητά του. Το Τμήμα Θεολογίας επιφυλάσσεται να επανέρθει και να αναπτύξει το θέμα λεπτομερέστερα.
Ο Πρόεδρος του Τμήματος Πέτρος Βασιλειάδης
http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=1634&Itemid=2
* To Δ.Σ του Τμήματος Θεολογίας παράλληλα με το παραπάνω συλλογικό του κείμενο αποφάσισε να δώσει στη δημοσιότητα και το παρακάτω κείμενο των καθηγητών του Τμήματος, π. Βασιλείου Καλλιακμάνη (τομέας Ηθικής) και κ. Χρήστου Βασιλόπουλου (τομέας Παιδαγωγικών):
ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗ AΠΟ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
Όπως είναι γνωστό, το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με πρόσφατη Εγκύκλιο (91109/Γ2/10-07-2008), εν μέσω θερινών διακοπών, στις διευθύνσεις Α΄/βάθμιας και Β/βάθμιας Εκπαίδευσης, κάνει γνωστό «ότι για την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών απαιτείται υπεύθυνη δήλωση του κηδεμόνα του μαθητή αν είναι ανήλικος ή του ιδίου αν είναι ενήλικος, στην οποία θα αναφέρεται η επιθυμία απαλλαγής χωρίς να δηλώνεται ο λόγος της συγκεκριμένης επιλογής». Σε μεταγενέστερη εγκύκλιο (104071/Γ2/04.08.2008) επισημαίνεται ότι «Η ανωτέρω εγκύκλιος μας εναρμονίζει με τις αποφάσεις του ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ανεξάρτητων αρχών της χώρας μας».
Όπως εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει, παρά τις διαβεβαιώσεις του Υπουργείου ότι το μάθημα παραμένει υποχρεωτικό για τους ορθόδοξους μαθητές και αφορά τους αλλόθρησκους ή ετερόδοξους (Εγκύκλιος Φ12/977/109744/Γ1, 26.8.2008), η απόφαση αυτή ενέχει μια δυναμική ώστε το μάθημα των Θρησκευτικών σταδιακά να καταστεί προαιρετικό. Και σε προγενέστερες εποχές κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί από αρμόδιους και μη αμφισβητήσεις για τη θέση του μαθήματος αυτού στη Δημόσια Εκπαίδευση. Ως κοινή βάση των αμφισβητήσεων αυτών προβάλλεται το επιχείρημα ότι η παρεχόμενη θρησκευτική αγωγή παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία της σκέψης του μαθητή, ενώ ορισμένοι άλλοι υποστηρίζουν ότι λόγω του βιωματικού του χαρακτήρα δεν επιδέχεται αξιολόγησης.
Στις μέρες μας το παραπάνω επιχείρημα επιτείνεται λόγω αφενός μεν της πολυπολιτισμικής σύνθεσης της Ελληνικής κοινωνίας, αφετέρου δε της μονόπλευρης προβολής των αντιλήψεων της Ενωμένης Ευρώπης, στις χώρες μέλη της οποίας ωστόσο το μάθημα διδάσκεται με διάφορες μορφές. Εξάλλου η σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης με αριθμ. 1720/2005 θεωρεί απαραίτητη θρησκευτική αγωγή με έμφαση στην τοπική θρησκευτική παράδοση, χωρίς βέβαια να δημιουργούνται προϋποθέσεις μισαλλοδοξίας και φανατισμού.
Όμως, όσοι αμφισβητούν ή και αρνούνται το γνωσιολογικό περιεχόμενο, τον επιστημονικό χαρακτήρα και τη μορφωτική αξία του μαθήματος, βασίζονται σε εσφαλμένη αντίληψη για το χαρακτήρα, τη φύση και το σκοπό της σχολικής θρησκευτικής αγωγής. Έχουν δηλ. την αντίληψη ότι το μάθημα αποβλέπει κατά κύριο λόγο, αν όχι αποκλειστικά, στη διαμόρφωση χριστιανικής συμπεριφοράς και προσωπικής ευσέβειας. Αγνοούν ότι το μάθημα έχει κατά βάση γνωσιολογικό χαρακτήρα και αποβλέπει στην ενημέρωση των μαθητών για το θρησκευτικό φαινόμενο, γενικότερα και ειδικότερα στην κατανόηση της θρησκευτικής διάστασης των επί μέρους θεμάτων της ζωής, καθώς και στο πώς το θρησκευτικό «πιστεύω» επέδρασε και επιδρά στη διαμόρφωση του πολιτισμού. Όπως η διδασκαλία της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας και των αρχαίων Ελληνικών κειμένων, που διδάσκονται πολλές ώρες εβδομαδιαίως στα σχολεία, δεν υποχρεώνει το μαθητή να ασπασθεί τις απόψεις που αναπτύσσονται εκεί για τα διάφορα ζητήματα, έτσι και η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, που διδάσκεται μία ή δύο ώρες εβδομαδιαίως, δεν υποχρεώνει το μαθητή να ασπασθεί άκριτα τις θέσεις που διατυπώνονται στο εν λόγω μάθημα.
Ασφαλώς για να χαρακτηρισθεί το μάθημα των θρησκευτικών στην εποχή μας ως μορφωτικό αγαθό, όπως και πράγματι είναι, χωρίς σοβαρές αμφισβητήσεις, πρέπει να πληροί ορισμένους όρους και από πλευράς περιεχομένου και από πλευράς μεθοδολογίας διδασκαλίας, ώστε να ανταποκρίνεται στα δεδομένα και τις προκλήσεις του σήμερα.
Συγκεκριμένα, κατά τον προσδιορισμό του περιεχομένου (αναλυτικά προγράμματα – διδακτικά εγχειρίδια) λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν ορισμένοι παράγοντες, ώστε αυτό να ανταποκρίνεται κατά ένα εξισορροπημένο και συνθετικό τρόπο σε βασικές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Αυτοί είναι:
η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, όπως αυτή αποτυπώνεται στα μνημεία του πολιτισμού,
οι βασικές αρχές του δημόσιου σχολείου,
η πολυπολιτισμική διάσταση της κοινωνίας και τέλος
τα ψυχοπαιδαγωγικά χαρακτηριστικά του μαθητή.
Μια τέτοια θρησκευτική αγωγή αντιμετωπίζει το μαθητή ως αναπτυσσόμενο πρόσωπο και το προφυλάσσει από εγκλωβισμούς σε θρησκοληψίες, φανατισμούς και μισαλλοδοξίες, με την καλλιέργεια ανοιχτού και οικουμενικού πνεύματος και με τη δημιουργία αισθήματος προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης.
Με βάση το σκεπτικό αυτό, ούτε αποκλειστικά ομολογιακό προσανατολισμό μπορεί να έχει ούτε όμως και αποκλειστικά θρησκειολογικό. Και οι δύο προσανατολισμοί πρέπει να υπάρχουν αναλογικά και σε συνδυασμό, ώστε, εκτός των άλλων, από τη μια μεριά να αποφεύγεται ο θρησκευτικός αναλφαβητισμός, ενώ από την άλλη να καλλιεργείται στους μαθητές μια συνείδηση αποδοχής, σεβασμού και ειρηνικής συνύπαρξης με το «διαφορετικό».
Συμπερασματικά υποστηρίζουμε ότι με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η παγίδα απολυτοποίησης και αυτονόμησης ενός μόνο παράγοντα από το σύνολο που συνθέτουν το μάθημα και επιδιώκεται η ολιστική προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου.
Μακροπρόθεσμος στόχος της σχολικής θρησκευτικής αγωγής είναι ο μαθητής σταδιακά να φθάσει σ’ ένα επίπεδο υπεύθυνης θρησκευτικής τοποθέτησης και να είναι σε θέση να νοηματοδοτεί τη ζωή στο σύνολο και τις επί μέρους πτυχές της και από θρησκευτικής πλευράς. Πιστεύουμε ότι τα σύγχρονα εγχειρίδια του μαθήματος των Θρησκευτικών σε σημαντικό βαθμό υπηρετούν το στόχο αυτό και έχουν την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας και του αρμόδιου φορέα δηλαδή του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Με αυτή την έννοια και σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι κάθε ενέργεια απαλλαγής του μαθητή από το μάθημα των Θρησκευτικών τον στερεί από ένα σημαντικό μορφωτικό αγαθό, απαραίτητο για τη ζωή του, και παρεμποδίζει την ολόπλευρη μόρφωσή του. Γι αυτό και θεωρούμε ότι το μάθημα των θρησκευτικών μπορεί να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές χωρίς να παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία και να έρχεται σε σύγκρουση με τη συνείδησή τους.
ΠΗΓΗ: http://theologylar.blogspot.com/2008/09/blog-post_04.html
3) Εκκλησιαστική κρίση και εκπαιδευτική αριστερά.
(Μια Πρόταση του Αντώνη Ναξάκη – Μάρτης του 2005)
Αρκετός χρόνος πέρασε από τα εθνικιστικά και παραληρηματικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, που ανέδειξαν τον Χριστόδουλο (Παρασκευαΐδη) σε πολιτικό, εκτός από θρησκευτικό ηγέτη των περισσότερων ορθοδόξων Ελλήνων. Αρκετός επίσης χρόνος παρήλθε από την μάχη των ταυτοτήτων, μάχη που κατοχύρωσε την πολιτική φυσιογνωμία και παρεμβατικότητα του Χριστόδουλου και εμπράκτως τον οδήγησε σε πρακτικές «Αγιατολάχ» των Βαλκανίων. Όμως αυτός ο ρόλος και αυτές οι δυνατότητες κερδίθηκαν στην ουσία, επειδή το Μακεδονικό και οι ταυτότητες χρησιμοποιήθηκαν για να διεμβολιστούν από αντιδραστική σκοπιά, στοιχεία μιας ισχυρής πολιτισμικής ταυτότητας, που διαμορφώθηκε εδώ και 4.000 χρόνια στην λεκάνη της Μεσογείου και που δεν διαθέτουν βέβαια μόνο οι επονομαζόμενοι σήμερα Έλληνες.
Είναι φανερό πως όσοι αγνόησαν αυτό το δεδομένο (την ισχυρή πολιτισμική ταυτότητα της περιοχής) οδηγήθηκαν (προσωπικά και συλλογικά) σε οδυνηρές ήττες, ενώ όταν κατάφεραν να επικρατήσουν πλειοψηφικά οδήγησαν σε ήττα τον σύγχρονο ελληνικό λαό. Εξάλλου το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα από την απλή ανάγνωση της ιστορίας μας των τελευταίων 200 χρόνων. Κλασικό παράδειγμα η Μικρασιατική καταστροφή και κλασικά θετικά παραδείγματα η επανάσταση του ’21 και το αντάρτικο του Βελουχιώτη.
Πολύ περισσότερος όμως χρόνος πέρασε από τότε που ο διαφωτισμός, το «σκέπτομαι, άρα υπάρχω», ως ένα πανίσχυρο ρεύμα το οποίο ξεπήδησε από τους λαούς που βίωναν την πιο σκοταδιστική καθημερινότητα, ξεχύθηκε να επιβάλει την μοναδική του «αλήθεια» πάνω από όλες τις έως τότε «αλήθειες» του πλανήτη. Σήμερα αυτή η ακάθεκτη πορεία του αναγεννησιακού διαφωτιστικού (Καρτεσιανού) προτύπου φαίνεται να αγγίζει τα έσχατα όριά της, αφού αρχίζει να αμφισβητεί τις προϋποθέσεις της ίδιας της ζωής (του ανθρώπου και της φύσης).
Σήμερα οι λαοί όλου του κόσμου (εντός και εκτός του δυτικού υποδείγματος) που βιώνουν τον πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό, σωματικό, πνευματικό, ψυχικό και ηθικό εξανδραποδισμό τους στρέφονται βαθιά στο συλλογικό τους είναι (δηλαδή στην πολιτισμική τους ταυτότητα) αναζητώντας δρόμους αντίστασης και συλλογικών απαντήσεων.
Το αρχαιοελληνικό (και όχι μόνο) «υπάρχω άρα σκέφτομαι» προβάλει ξανά προνομιακά στο παγκόσμιο προσκήνιο των κινημάτων ζωής (της ζωντανής εργασίας) ως ο αφετηριακός νόμος που τόσο αναγκαίος μας είναι σήμερα. Η ύπαρξη (το είναι) συνειδητό ή ασυνείδητο, συλλογικό ή ατομικό έχει εξεγερθεί. Αρνείται να υπακούσει στα πρέπει της νόησης του δυτικού υποδείγματος, στον βαθμό που αυτή αγνοεί τις συναισθηματικές και ψυχικές ανάγκες.
Μέσα σε αυτή την εξεγερσιακή δίνη της ύπαρξης (ανθρώπου και φύσης) δεν μένει τίποτα αλώβητο. Θεσμοί, θρησκευτικά δόγματα, φιλοσοφικά υποδείγματα, «διαχρονικές αξίες», κ.τ.λ. ανατάσσονται. «Τίποτα» σχεδόν δεν υπάρχει στο παρελθόν που να μην επανέρχεται στο παρόν, όπως και τίποτα του παρόντος που να μην αμφισβητείται. «Πιστοί» χριστιανοί εντρυφούν παράλληλα στον νεοπαγανισμό (χειρομαντεία, ζώδια, ταρώ, μαγείας, κ.τ.λ.), άθεοι μεταβάλλονται σε νεορθόδοξους χριστιανούς, διαφωτιστές ανακαλύπτουν ξανά το αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο, ηθοποιοί και καλλιτέχνες τον βουδισμό, κ.τ.λ.
Η κρίση λοιπόν στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία αδιάφορα αν σήμερα είναι καθοδηγούμενη, ήταν και είναι αναπόφευκτη στις σημερινές συνθήκες. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το είδος, η έκταση και η ένταση της εκκλησιαστικής κρίσης δεν πυροδοτήθηκε «εσκεμμένα» για συγκεκριμένους λόγους και στόχους. Σε αλλεπάλληλα κείμενα (προ και μετά των βουλευτικών εκλογών) γράψαμε την γνώμη μας για τις πολιτικές εξελίξεις. Γράψαμε τότε πως η Ν.Δ θα αναδεικνυόταν κυβέρνηση ακόμα και αν χρειαζόταν σπρώξιμο.
Οι λόγοι για μας ήταν:
Α) ο κίνδυνος εμφάνισης ισχυρού ακροδεξιού κόμματος με κινηματικά χαρακτηριστικά (πράγμα πρωτόγνωρο για την χώρα μας) και η εκτίμηση πως κάτι τέτοιο δεν είναι σήμερα αποδεκτό από τις κυρίαρχες καπιταλιστικές (νεοφιλελεύθερες) δυνάμεις εντός και εκτός της χώρας. Γιατί βεβαίως αν η Ν.Δ έμενε και τώρα εκτός διακυβέρνησης αυτό θα δημιουργούσε κεντρόφυγες τάσεις στο εσωτερικό της. Τα τρία ρεύματα που υπάρχουν εντός της (νεοφιλελεύθερο, ακροδεξιό και κεντρογενές – καραμανλικό) θα ακολουθούσαν αποκλίνουσες πορείες, διαλύοντας της Ν.Δ ως μόρφωμα.
Β) το νεοσυντηρητικό και εθνικιστικό ρεύμα εντός της Ν.Δ έπρεπε να ηττηθεί με ήπιο τρόπο, αναλαμβάνοντας δηλαδή κυβερνητικές ευθύνες, γιατί δεν είναι συμβατό με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Δέστε ποιοι ανέλαβαν τα υπουργεία και υφυπουργεία εργασίας, δημόσιας τάξης και ποιοι το παιδείας, (όπου έπρεπε άμεσα να εφαρμοστούν νεοφιλελεύθερα μέτρα). Δέστε επίσης τις θέσεις των κομμάτων για την παιδεία στον διάλογο της βουλής. Οι θέσεις του μεταλλαγμένου πλέον ΠΑΣΟΚ εκφράζουν άμεσα τις νεοφιλελεύθερες αναγκαιότητες, ενώ της Ν.Δ (με ηγεμονία του καραμανλισμού) επιχειρούν στοιχειωδώς να οριοθετηθούν από τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό.
Ο Χριστόδουλος προαλείφονταν ως ουσιαστικός καθοδηγητής ενός λαϊκίστικου ακροδεξιού κόμματος στην Ελλάδα (συμβατού με τις καπιταλιστικές αξίες), με προϋπόθεση βέβαια την ουσιαστική διάλυση της Ν.Δ. Έπρεπε λοιπόν στο όνομά του να κτυπηθεί το συντηρητικό ρεύμα αντίδρασης του ελληνικού λαού στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Με τον ίδιο τον Χριστόδουλο χρησιμοποίησαν και παλιά δοκιμασμένη τακτική. Τον εξέθεσαν ανεβάζοντάς τον σαν «γύφτικο σκεπάρνι» στο κοντάρι, ώστε να τον γκρεμίσουν, εκθέτοντάς τον στα μάτια και του πιο συντηρητικού Έλληνα πολίτη. Μ’ αυτό τον τρόπο δίνουν ένα κτύπημα στο νεοσυντηρητικό εθνοπατριωτικό ρεύμα της χώρας μας, που κινείται σε αντίθεση με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Η κρίση στην ελλαδική ορθόδοξη εκκλησία μπορεί να χρησιμοποιηθεί θετικά μόνο από την σκοπιά των υποκειμένων της κοινωνικής και προσωπικής απελευθέρωσης. Σε καμία περίπτωση δεν θα προκύψει τίποτα θετικό είτε από την σκοπιά του ακραίου νεοφιλελεύθερου ρεύματος (απόλυτος διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους) που καθοδηγούν οι σέχτες του ακραίου προτεσταντικού διαφωτισμού, είτε από την σκοπιά του εθνικοπατριωτικού νεοσυντηρητικού ρεύματος.
Οι αλλαγές που εμείς μπορούμε να προτείνουμε δεν πρέπει να αντιστρατεύονται δυο αξονικές θέσεις.
Α). Σχολείο δημοκρατικό, παιδαγωγικά ελεύθερο και κοινωνικά ανοικτό (σε ότι υπάρχει μέσα στην κοινωνία μας).
Β). Το σχολείο στοχεύει στην πλέρια ανάπτυξη των διανοητικών, σωματικών, συναισθηματικών και ψυχικών δυνάμεων της νεολαίας μας και άρα της κοινωνίας μας.
Δεν είναι δηλαδή σχολείο μόνο διανοητικής ανάπτυξης, δεν υπακούει στο «σκέφτομαι άρα υπάρχω», αλλά στο «υπάρχω άρα σκέφτομαι». Εξάλλου μόνο με αυτές τις θέσεις και τις προοπτικές που αυτές ανοίγουν για ένα κίνημα παιδείας πολιτισμού μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το σχολείο τής αγοράς που αξιώνει ως γνώση μόνο αυτή που μπορεί να πουληθεί αφού τιμαριοποιηθεί σε εμπορεύσιμα πακέτα.
Επανερχόμενοι στις δυνατότητες που δίνει η εκκλησιαστική κρίση στα υποκείμενα της προσωπικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, τονίζουμε ότι είναι καιρός να απαιτήσουμε την κατάργηση όλων των στρεβλών συμβολισμών που συνδέουν την κυρίαρχη δομή της ελλαδικής εκκλησίας με το εκπαιδευτικό σύστημα. Πρώτα από όλα να απαιτήσουμε την ριζική αλλαγή του περιεχομένου των θρησκευτικών. Να απαιτήσουμε δηλαδή την κατάργηση του «κατηχητικού» – ομολογιακού του χαρακτήρα. Να απαιτήσουμε να αποκτήσει πολιτισμικό κυρίως και δευτερευόντως θρησκειολογικό περιεχόμενο.
Ένα πολιτισμικό περιεχόμενο που αναφέρεται σε ότι περιέχει και γέννησε η ανατολική λεκάνη της Μεσογείου σε φιλοσοφία και θρησκεία και άρα σε πολιτισμό της καθημερινότητας. Βεβαίως σε ένα τέτοιο μάθημα (με αυτονόητο τον ορθόδοξο πολιτισμό) δεν μπορούν να αγνοηθούν ο ισλαμισμός και ο ιουδαϊσμός, αλλά και όλα τα υπόλοιπα θρησκευτικά και φιλοσοφικά δόγματα των υπόλοιπων λαών του πλανήτη (ινδουισμός, βραχμανισμός, ταοϊσμός και κυρίως τα περσικά και αιγυπτιακά φιλοσοφικοθρησκευτικά δόγματα, που τόσο μας επηρέασαν). Είναι ώρα να καταργηθούν μια σειρά οπό συμβολικές θρησκευτικές πράξεις που συμβαίνουν εντός του εκπαιδευτικού συστήματος και που προσβάλουν όσους πιστεύουν, αλλά και τον Χριστιανισμό ως δόγμα.
– Υποχρεωτική προσευχή. Δεν χρειάζεται στα σχολεία διαδικασία προσευχής εξάλλου αυτό αποτελεί προσωπική ή συλλογική διαδικασία των θρησκευόμενων με την πίστη τους.
– Να καταργηθεί επίσης ο μαζικός εκκλησιασμός, ως διαδικασία συμμετοχής όλων των μαθητών του σχολείου. Δεν είναι επίσης ανεκτός ούτε ο προαιρετικός εκκλησιασμός όλου του σχολείου. Είναι όμως δυνατόν στα πλαίσια του μαθήματος να γίνονται επισκέψεις σε εκκλησίες ακόμα και σε λειτουργίες πάντα ως μαθητικά τμήματα και πάντα στα πλαίσια του νέου περιεχομένου του μαθήματος. Στα πλαίσια του μαθήματος και σε ορισμένες τάξεις (π.χ. Β΄ Λυκείου) μπορούν να πραγματοποιούνται επισκέψεις σε ναούς άλλων δογμάτων.
– Δεν νοείται βεβαίως διαδικασία εξομολόγησης, κηρυγμάτων ή κατήχησης εντός του σχολείου. Το να εξηγήσει όμως ένας κληρικός στα πλαίσια μιας ώρας διδασκαλίας το νόημα της εξομολόγησης στην χριστιανική πίστη δεν είναι κάτι απορριπτέο για τις μεγάλες τάξεις του Λυκείου, στα πλαίσια του ανοικτού προς την κοινωνία σχολείου.
– Είναι επίσης απαράδεκτη η αναγραφή του θρησκεύματος στους απολυτήριους τίτλους Γυμνασίου – Λυκείου. Η ύπαρξη της πίστης (της όποιας θρησκευτικής, χριστιανικής ή άλλης) δεν εξαρτάται από το αν δηλώνεται, αλλά από το αν υπάρχει στο πρόσωπο και στην κοινότητα.
Υστερόγραφο 1ο :
Δεν είναι πρόθεση μας σ’ αυτό το κείμενο να αναφερθούμε εφ’ όλης τη ύλης και ολοκληρωμένα στο ζήτημα του διαχωρισμού του κράτους και της δομής της ελλαδικής ορθόδοξης εκκλησίας. Θέλαμε να κάνουμε απλά κατανοητό τον τρόπο σκέψης μας για τις απαιτούμενες πλέον αλλαγές στις σχέσεις εκκλησίας και σχολείου. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο διαχωρισμός αφορά το καπιταλιστικό κράτος και την δομή της ορθόδοξης εκκλησίας και όχι το κράτος εν γένει (ή την κοινωνική δομή των ονείρων μας).
Υστερόγραφο 2ο :
Ένα σχολείο που κυριαρχείται από τις αξίες της εξειδίκευσης, του συνεχούς κατακερματισμού της γνώσης με μοναδικό στόχο την αγοραία αξία της και του απόλυτου ατομικού ανταγωνισμού, δηλαδή ένα σχολείο κλειστό προς οποιεσδήποτε άλλες αξίες, μόνο με την αξιολόγηση και το φόβο μπορεί να συντηρηθεί…
Υστερόγραφο 3ο :
Πλήρης εξοβελισμός στα πλαίσια του κλειστού σχολείου της εκκλησίας ως θρησκευτικής πίστης, ισοδυναμεί με μια νέα μορφή ιδιωτικοποίησης, πολύ πιο ισχυρής και επικίνδυνης, σε σχέση με τις υπάρχουσες. Το παράδειγμα της Γαλλίας με την πληθώρα σχολείων της εκκλησίας, είναι αρκετά διαφωτιστικό. Ήδη το εκκλησιαστικό κατεστημένο διεκδικεί ιδιωτικά εκκλησιαστικά πανεπιστήμια, όπως εξ άλλου και η «εκπρόσωπος» των εργατών ΓΕΣΕΕ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: ΤΟ ΑΡΘΡΟ του Αντώνη Ναξάκη (Μαθηματικός, Πάτρα)
ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΦΕΤΑΙ
(Σ. Σ. με κάποιες επιμέρους επιφυλάξεις) ΚΑΙ ΑΠΟ:
1). Ηλίας Παπαχατζής, φιλόλογος, Γαστούνη Ηλείας.
2). Βασίλης Βασιλειάδης, πληροφορικής, Πύργος Ηλείας.
3). Κώστας Κορδάτος, τεχνολόγος-μηχανολόγος, Αγρίνιο Αιτ/νίας.
4). Κώστας Βαμβακάς, φυσικής αγωγής, Ελευσίνα Αττικής.
5). Παναγιώτης Μπούρδαλας, φυσικός, πτ. θεολογίας, Πάτρα.
6). Γιώργος Μάλφας, θεολόγος, Πάτρα.
7). Στέλιος Μαρίνης, μαθηματικός, Αθήνα.
ΠΗΓΗ: http://paremvasi-axaias.org/ekklisiastiki%20krisi%20kai%20ekpaideftiki%20aristera.htm
4) Για τα Θρησκευτικά
ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ – ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ – ΚΙΝΗΣΕΙΣ Δ.Ε.
Οι παλινωδίες και συντηρητικές αναδιπλώσεις του ΥΠΕΠΘ γίνονται κάτω από την πίεση της ηγεσίας της Εκκλησίας, η οποία εκτός από τα «επουράνια» διεκδικεί και «επίγεια» δικαιώματα (εκκλησιαστικές σχολές, περιουσία, καθορισμός εξωτερικής πολιτικής, εκπαίδευση κλπ). Η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να μετατρέψει το μάθημα των θρησκευτικών σε μάθημα επιλογής δημιουργεί σωρεία προβλημάτων και είναι αποτέλεσμα της μέχρι τώρα στάσης τόσο της πολιτείας όσο και της εκκλησίας στο περιεχόμενο και τη διδασκαλία του μαθήματος. Πιο συγκεκριμένα:
– Ο κατηχητικός χαρακτήρας του μαθήματος προέρχεται από την μακροχρόνια και πάγια ιδεολογική επιλογή της κυρίαρχης τάξης στην Ελλάδα, όπου η ελληνική ταυτότητα συγκροτήθηκε με σταθερό άξονα την ορθόδοξη πίστη. Το «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών» είναι η πλέον συντηρητική έκφραση αυτής της ιδεολογίας, όπου η εθνική και η θρησκευτική συνείδηση ταυτίστηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, καθήκον κάθε προοδευτικού εκπαιδευτικού έγινε εδώ και πολλά χρόνια να συζητήσει και να προσεγγίσει με τους μαθητές του κριτικά τους ιστορικούς όρους διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους και κράτους και την ιδεολογική χρήση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης σε αυτή τη διαδικασία.
– Η πρωινή προσευχή αποτελεί πρωτοτυπία της χώρας μας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σε καμία άλλη χώρα το σχολείο δε θρησκεύεται και οι μαθητές δεν αναγκάζονται σε πρωινή προσευχή καμιάς θρησκείας και κανενός δόγματος. Πρωτοτυπία αποτελεί επίσης η ανάρτηση θρησκευτικών εικόνων σε κεντρικό σημείο στις ελληνικές σχολικές αίθουσες.
– Σε καμία άλλη χώρα δεν υπάρχει «Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων».
– Στο σχολείο διδάσκονται οι φυσικές επιστήμες μέσα από ασκήσεις και εφαρμογές. Δεν διδάσκονται ως κοσμοθεωρία, ως κατηγορίες επιστημονικές με τις οποίες ο μαθητής και η μαθήτρια μπορούν να ερμηνεύσουν τον κόσμο και χωρίς να γίνεται επεξεργασία και διδασκαλία της επιστημονικής εξήγησης της δημιουργίας του κόσμου στο πλαίσιο της υλιστικής φιλοσοφίας. Διδάσκονται όμως παράλληλα με τη δημιουργία του κόσμου σε επτά μέρες, «με τον Αδάμ και την Εύα». Αυτό ιδιαίτερα στις μέρες μας, σε «χρόνια δίσεκτα και χρόνια οργισμένα» οδηγεί τους μαθητές κατά χιλιάδες στο να στρέφονται στη μεταφυσική, που δεν σταματάει φυσικά στην εκκλησία αλλά προεκτείνεται στα ζώδια, τα ταρώ κ.λπ., καθώς όλα αυτά έχουν μια κοινή βάση: την άρνηση της επιστημονικής – υλιστικής ερμηνείας του κόσμου.
Για αυτό ζητάμε:
– Την αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών από το μάθημα της θρησκειολογίας, το οποίο θα προσεγγίζει κριτικά και επιστημονικά το φαινόμενο της θρησκείας στην κοινωνιολογική, ιστορική, αισθητική, πολιτιστική και πολιτική του διάσταση. Με αυτόν τον τρόπο θα προφυλαχθούν και τα εργασιακά δικαιώματα των θεολόγων εκπαιδευτικών.
– Τον άμεσο χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος. Η όποια ατομική θρησκευτική επιλογή δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να σχετίζεται με την εκπαίδευση.
– Την παύση της πρωινής προσευχής και της ανάρτησης θρησκευτικών εικόνων στις σχολικές αίθουσες.
Σεπτέμβρης 2008 (Σ.Σ. 1-9-2008)
ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ – ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ – ΚΙΝΗΣΕΙΣ Δ.Ε. (Σ.Σ. Συντονιστικό)
ΠΗΓΗ: http://www.alfavita.gr/anakoinoseis/ank891s.php
5) Κείμενο προβληματισμού εκπαιδευτικών θεολόγων
για τη διδασκαλία του Μαθήματος των Θρησκευτικών*
Τον τελευταίο καιρό, εν μέσω θερινής ραστώνης, παρακολουθούμε το περιπετειώδες ταξίδι μιας εγκυκλίου του ΥΠΕΠΘ για την απαλλαγή μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών (ΜτΘ). Για μια ακόμη φορά είμαστε θεατές διαφόρων αντιδράσεων (αφού το θέμα απασχολεί την ελληνική κοινωνία ποικιλοτρόπως εδώ και κάποιες δεκαετίες) που βασίζονται είτε σε ιδεοληψίες και προκαταλήψεις «καθυστερημένων συντηρητικών», είτε σε γενικόλογες «προοδευτικές» αντιλήψεις που επιχαίρουν για το δρόμο που άνοιξε επιτέλους προς τον εκσυγχρονισμό του σχολείου. Το θολό τοπίο μας εμποδίζει σαφώς να βάλουμε το χέρι μας «επί τον τύπον των ήλων» και να οριοθετήσουμε τη συζήτηση, ώστε αυτή να αποβεί γόνιμη και ουσιαστική και να απαντά σε κρίσιμα ερωτήματα.
Ως εκπαιδευτικοί θεολόγοι όμως αισθανόμαστε επιτακτική την ανάγκη να τονίσουμε και πιθανώς να υπενθυμίσουμε ότι:
§ Από το 1981(!) και από τους ίδιους τους θεολόγους (Α΄ Συνέδριο Θεολόγων Βορείου Ελλάδος) έχει τεθεί το ζήτημα για τον χαρακτήρα του ΜτΘ (κατηχητικό, ομολογιακό, βιβλικό, πολιτιστικό, θρησκειολογικό κτλ). Από τότε μέχρι και σήμερα έχουν διεξαχθεί στη χώρα μας πολλά συνέδρια, ημερίδες, σεμινάρια, έχουν εκδοθεί σοβαρές μελέτες και πλούσια αρθρογραφία. Εύκολα κανείς μπορεί να αναζητήσει και να ενημερωθεί για την πορεία αυτής της συζήτησης και του προβληματισμού που δεν έχει αφήσει απαθείς και αδιάφορους τους θεολόγους.
§ Το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, όπως και παντού άλλωστε, λειτουργεί με βάση κάποιες γενικές αρχές και παραδοχές που αποτυπώνονται είτε στο Σύνταγμα, είτε στα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα των επιμέρους μαθημάτων, είτε στους σκοπούς και τους στόχους των μαθημάτων κάθε τάξης. Στους μαθητές παρέχεται η αναγκαία επιστημονική γνώση, προσαρμοσμένη στην ηλικία τους και στις ανάγκες τους και αυτή διδάσκεται με ευθύνη των εκπαιδευτικών, έστω και αν η ανεπάρκειά τους -πολλές φορές για λόγους ίσως και ανεξάρτητους από τη θέλησή τους- προκαλεί παρεξηγήσεις, προβλήματα και αδιέξοδα τα οποία συνήθως αποδίδονται στο ίδιο το μάθημα.
§ Το ΜτΘ δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα, πολύ περισσότερο σήμερα. Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή όπου ο αυτοθαυμασμός λόγω των τίτλων του παρελθόντος και ο θρησκευτικός ρητορισμός, ο οποίος -κατά τον Αλέξανδρο Σμέμαν- «συντίθεται από ένα μείγμα αισιοδοξίας, αναγκαστικής θριαμβολογίας και καταπληκτικής αυτοδικαίωσης», μπορούσε να καλύψει τις όποιες αδυναμίες του ΜτΘ. Η κοινωνία και επομένως και τα σχολεία μας είναι πολυπολιτισμικά, με μαθητές ετερόδοξους ή αλλόδοξους αλλά και θρησκευτικά ουδέτερους ή αδιάφορους. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να αλλάξει ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο του ΜτΘ για να υπηρετεί τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, αλλά όχι να καταργηθεί, όπως στην πράξη επιχειρείται σήμερα με την έκδοση εγκυκλίων. Στην κατεύθυνση του αναπροσανατολισμού, από το 2001, το ΜτΘ άλλαξε με την εφαρμογή των ΔΕΠΠΣ στα γυμνάσια, ενώ γράφτηκαν νέα αξιόλογα βιβλία πολύ διαφορετικά από τα παλαιότερα από άποψη περιεχομένου, δομής και αισθητικής. Σήμερα κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός για ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση και αφού πλέον οι συνθήκες είναι ώριμες.
§ Υπάρχει μια διεθνής εμπειρία από τη διδασκαλία του ΜτΘ στα σχολεία των ευρωπαϊκών χωρών την οποία χρειάζεται να αξιολογήσουμε και να λάβουμε υπόψη μας, πριν οδηγηθούμε σε επιπόλαιες απλουστεύσεις που θίγουν και την εκπαιδευτική πολιτική που κάθε φορά ακολουθείται και επιπλέον αποπροσανατολίζουν γονείς και μαθητές που είναι ταυτόχρονα πολίτες του κόσμου αλλά και φορείς ιστορίας και πολιτισμού.
§ Το πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, όπως μέχρι σήμερα έχει διαμορφωθεί, έχει φανεί και από πολλές άλλες συγκυρίες ότι δημιουργεί μια στρεβλή πραγματικότητα η οποία παλινωδεί ανάμεσα στο πολιτικό κόστος και το απειλούμενο κύρος της διοικούσας Εκκλησίας. Ο εκπαιδευτικός θεολόγος ούτε μπορεί, ούτε πρέπει και δεν ανήκει στις αρμοδιότητές του να κάνει «μισθωμένη ιεραποστολή», να υποκαθιστά την Εκκλησία μέσα στο σχολείο, να μεταφέρει την εμπειρία της ή να απολογείται για τις όποιες επιτυχείς ή ατυχείς επιλογές της. Ο θεολόγος είναι επιστήμονας και παιδαγωγός, λειτουργός της μέσης εκπαίδευσης, που κουβαλά μαζί του ό,τι κουβαλά και ο κάθε άλλος δάσκαλος: την επιστημονική του κατάρτιση, την παιδαγωγική του ευαισθησία, τη διδακτική του επάρκεια, τις ελπίδες και τα όνειρά του.
Ως εκπαιδευτικοί θεολόγοι και παρά τις καθησυχαστικές απαντήσεις του υπουργείου, θέτουμε τα παρακάτω ερωτήματα:
Ποιος και πώς αποφασίζει τι είναι αναγκαίο να διδάσκεται στα σχολεία;
- Πόσο μοντέρνο και «έξυπνο» είναι ένα λοβοτομημένο και αφυδατωμένο σχολείο που παρέχει αποκλειστικά και εργαλειακά εφόδια και δεξιότητες μόνο για επαγγελματική αποκατάσταση και δεν δημιουργεί πολίτες καλλιεργημένους και ελεύθερους, γνώστες αλλά και συνεχιστές της παράδοσης και της ιστορίας τους;
- Πότε λήφθηκαν σοβαρά υπόψη οι προβληματισμοί και οι προτάσεις των ίδιων των θεολόγων για το ΜτΘ, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε γνωμοδοτήσεις και παρεμβάσεις της διοικούσας Εκκλησίας, οι οποίες όχι σπάνια μπερδεύουν ή και ακυρώνουν το ρόλο και την ευθύνη της Πολιτείας;
- Αν το ΜτΘ δεν είναι μάθημα κατήχησης, αλλά μάθημα με σαφή και διακριτά επιστημονικά αντικείμενα (άραγε επιστήμη δεν κάνουν οι Θεολογικές Σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης;) το οποίο μεταξύ άλλων «συμβάλλει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, της ανεξάρτητης σκέψης και ελεύθερης έκφρασης, αλλά και στην κατανόηση του χριστιανισμού ως παράγοντα που συντελεί στην ανάπτυξη του πολιτισμού και της πνευματικής ζωής» (Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου-ΦΕΚαρ303, τχΒ 13.3.2003), γιατί απομειώνεται η σημασία και η αναγκαιότητά του να λειτουργήσει μέσα στο πλαίσιο της γενικής υποχρεωτικής παιδείας;
- Γιατί μεταβιβάζεται επιλεκτικά (!) και ατομικά στους γονείς ως «δικαίωμα» η υποχρέωση της Πολιτείας, αυτή να ορίζει ενιαία και καθολικά τι είναι ωφέλιμο και απαραίτητο για τη γενική παιδεία του μαθητή;
- Ποιος είναι ο ρόλος και η θέση του εκπαιδευτικού θεολόγου σε ένα σχολείο όπου η παρουσία του και η μαρτυρία του ως δασκάλου εκβιάζεται ή τίθεται υπό αμφισβήτηση καθημερινά; Άραγε ποιες άλλες ειδικότητες συναδέλφων θα αντιμετωπίσουν σύντομα ανάλογα αδιέξοδα;
- Γιατί μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει καμιά αντίδραση, καμιά στήριξη και καμιά οδηγία από τους φυσικούς προϊσταμένους μας, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τους σχολικούς Συμβούλους και μένουμε μόνοι, ένας ολόκληρος κλάδος, ο καθένας να «βγάζει το φίδι από την τρύπα» όπως μπορεί και όπως νομίζει, χρεώνοντας πιθανώς για άλλη μια φορά το ΜτΘ με τη δική του αδυναμία και μοναξιά;
- Γιατί πρέπει να δεχτούμε τις καθησυχαστικές εκφράσεις διαφόρων υπευθύνων όταν βλέπουμε ότι η πραγματικότητα οδηγεί το μάθημα και εμάς σε εξοστρακισμό από το δημόσιο σχολείο;
Δηλώνουμε κατηγορηματικά και με όσες δυνάμεις μας έχουν απομείνει, την ανησυχία και τον προβληματισμό μας, όχι μόνο γιατί η παρουσία μας και ο ρόλος μας στο σχολείο τίθεται με γοργά βήματα υπό διαπραγμάτευση -ήδη με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς- αλλά και γιατί διαφαίνεται ξεκάθαρα στον ορίζοντα πια, ότι η παιδεία του μαθητή και του αυριανού πολίτη οδηγείται σε δρόμους που δεν έχουν σταγόνα από όραμα κι ελπίδα αλλαγής του κόσμου. Και γι’ αυτό κάποτε θα κληθούμε να απολογηθούμε στα παιδιά μας. Και τότε η σιωπή μας θα αγκαλιάσει τη συνενοχή μας…
Πάτρα, 3 Σεπτεμβρίου 2008
Ανδριόπουλος Παναγιώτης, Γιαννόπουλος Ανδρέας, Γλαρού Άννα, Ζωχιού Μαρία, Κοτσόκολος Νικόλαος, Λότσος Αντώνης, Μαλεβίτης Ηλίας, Μάλφας Γεώργιος, Μαραθιά Διονυσία, Μασσαράς Θεοχάρης, Παπαγιαννόπουλος Κωνσταντίνος, Παπασωτηρόπουλος Χριστόφορος, Φάκος Βασίλειος, Φωτόπουλος Χρήστος.
· Το κείμενο που υπογράφουμε είναι ανοιχτό και προσφέρεται για διάλογο και προβληματισμό. Για το σκοπό αυτό, όποιος επιθυμεί μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μας στην ηλεκτρονική διεύθυνση: mathr08@gmail.com
ΠΗΓΗ: http://alfavita.gr/anakoinoseis/ank896a.php, 6-09-08
UPDATE 8-09-2008: Συνεχίζεται η επιλογή άρθρων με λογική ενιαίου ΜΘ
6) Να καταργηθεί το μάθημα τωνθρησκευτικών
Tου Χρήστου Γιανναρά
Αν οι αξιωματούχοι του κλήρου στην Ελλάδα σήμερα διασώζουν εκκλησιαστική συνείδηση, θα είναι αυτονόητο να απαιτήσουν από την πολιτεία την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία.
Με το μάθημα των θρησκευτικών εκχώρησε η ελλαδική Εκκλησία ζωτικό της λειτούργημα, την κατήχηση των παιδών και των εφήβων, σε έμμισθους υπαλλήλους του κράτους εκπαιδευμένους σε κρατικές «θεολογικές» Σχολές. Αλλά όταν η κατήχηση αποσπάται από τον φυσικό βιωματικό της χώρο, τη λειτουργία ζωντανού σώματος ενορίας και επισκοπής, αλλοτριώνεται νομοτελειακά σε ιδεολογική χειραγώγηση, ανιαρή προπαγάνδα.
Ο φυσικός χώρος της κατήχησης δεν μπορεί να είναι άλλος από τον χώρο όπου πραγματώνεται και φανερώνεται η Εκκλησία ως άθλημα σχέσεων κοινωνίας της ζωής. Και φυσικός λειτουργός της κατήχησης είναι ο πατέρας της εκκλησιαστικής κοινότητας: αυτός που «γεννάει» τα μέλη του σώματος στον «καινό» της Εκκλησίας τρόπο της ύπαρξης.
Η πολιτεία αποδέχθηκε ασμένως να επιβάλει στα σχολεία μάθημα θρησκευτικών. Και αυτό γιατί από τη σύστασή του το ελλαδικό εθνικό κράτος λογάριαζε την Εκκλησία όπως και ο ιδεολογικός του γεννήτορας Αδαμάντιος Κοραής: Σαν θεσμό ηθικοδιδακτικής χρησιμότητας – θεσμό που «εξημερώνει τα ήθη» και επιβάλλει, αποτελεσματικότερα και από τον χωροφύλακα, κανονιστικές αρχές συλλογικής ευταξίας.
Το ελλαδικό εθνικό κράτος δεν κατάλαβε ποτέ την καισαρική διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία. Γι’ αυτό μέχρι και σήμερα, διατηρείται στο Σύνταγμα η οξύμωρη διατύπωση ότι «επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία (sic) είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας»! και τα λοιπά συμφραζόμενα παιδαριώδη. Η χώρα όπου γεννήθηκε κάποτε η λέξη «εκκλησία» για να σημάνει την πραγμάτωση και φανέρωση του κοινού «αθλήματος της αληθείας», που συνιστά την «πόλιν», εμφανίζεται στο Σύνταγμά της να αγνοεί την ασυμβίβαστη αντίθεση Εκκλησίας και θρησκείας, Εκκλησίας και ιδεολογίας.
Ο σφετερισμός από το κράτος του ζωτικού εκκλησιαστικού λειτουργήματος της κατήχησης των παιδιών έχει δύο συνέπειες καίριες και πασιφανείς: Πρώτη συνέπεια, ο ευτελισμός, συχνά και η διακωμώδηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία. Μοιάζουν ελάχιστες εξαιρέσεις οι Νεοέλληνες που διατηρούν αναμνήσεις από τα θρησκευτικά του σχολείου διαφορετικές από αυτές της ανίας ή «της πλάκας».
Δεύτερη συνέπεια, το γεγονός ότι η ελλαδική κοινωνία που τα εγγράμματα μέλη της έχουν διδαχτεί υποχρεωτικό μάθημα θρησκευτικών σε όλες τις τάξεις του σχολείου και βομβαρδίζονται από καταιγισμό δημόσιων κηρυγμάτων προφορικών, έντυπων, ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών, αυτή η κοινωνία εμφανίζεται εντελώς και απολύτως ακατήχητη. Δεν έχει ούτε τη στοιχειώδη, εγκυκλοπαιδική έστω πληροφόρηση για το τι είναι η Εκκλησία, ποιες οι επαγγελίες της, η ιστορία της, με ποιον πολιτισμό σφράγισε την ανθρώπινη σκέψη και Τέχνης. Τα διαγγέλματα ή οι δηλώσεις των πολιτικών και η αρθρογραφία των δημοσιογράφων τις μέρες των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου ή όταν συζητούνται θέματα σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, μαρτυρούν άγνοια και παρανοήσεις ασυγχώρητες για ανθρώπους έστω υποτυπώδους παιδείας.
Και το τραγικότερο, η ίδια άγνοια, η σύγχυση της Εκκλησίας με τη θρησκεία, σφραγίζει τον λόγο και των περισσότερων αξιωματούχων του κλήρου. Είναι γνωστοί στην ελλαδική κοινωνία επίσκοποι που φιλοδοξούν να παίζουν ρόλο όχι εκκλησιαστικού ποιμένα αλλά θρησκευτικού ηγέτη, ρόλο Αγιατολάχ με απαιτήσεις θεοκρατικού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας. Αυτοί μάχονται και για τη διατήρηση της υποχρεωτικής κατήχησης των μαθητών στα σχολεία.
Στη θέση του μαθήματος των θρησκευτικών το υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε να θεσμοθετήσει μάθημα ικανό να πληροφορήσει τον μαθητή και να τον εξοικειώσει με τα κίνητρα των αναζητήσεων που συγκρότησαν την παράδοση πολιτισμού των Ελλήνων. Η λογική ενός τέτοιου μαθήματος υποχρεωτικού για όλους τους μαθητές (άσχετα με διαφορές θρησκευτικές, φυλετικές, ιδεολογικές) θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ακόλουθη πρόταση:
Κάθε παιδί που τελειώνει την εγκύκλια εκπαίδευση σε ελληνικό σχολείο οφείλει να γνωρίζει ποια μεταφυσική γέννησε τον Παρθενώνα, το άγαλμα, την τραγωδία και ποια μεταφυσική γέννησε την Αγια-Σοφιά, τη βυζαντινή Εικόνα, τη βυζαντινή λειτουργία. Σπουδάζοντας στο σχολείο ποια «γιγαντομαχία περί της ουσίας» οδήγησε σε αυτές τις κορυφαίες εκφάνσεις πολιτισμού των Ελλήνων, δεν σημαίνει και ότι υποχρεώνεται το παιδί να ασπαστεί συγκεκριμένη μεταφυσική πρόταση.
Πρώτη, καίρια δυσκολία σε μια τέτοια θεσμική πρωτοβουλία είναι: ποιοι θα συντάξουν το «αναλυτικό πρόγραμμα» διδασκαλίας του καινούργιου μαθήματος – από την πρώτη τάξη του Δημοτικού ώς την τελευταία του Λυκείου. Το υπουργείο Παιδείας και τα παιδαγωγικά του επιτελεία δεν διαθέτουν την ποιότητα του ανθρώπινου υλικού για τέτοια ουσιώδη τολμήματα, τη διαπίστωση επαληθεύουν τα «αναλυτικά προγράμματα» διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και Ιστορίας: πραγματική συμφορά. Μην ξεχνάμε ότι η επί ΠΑΣΟΚ άλωση του υπουργείου από τις «προοδευτικές δυνάμεις» του «εκσυγχρονιστικού» μηδενισμού και των «πολυπολιτιστικών» δολιοτήτων της «Νέας Τάξης» συνεχίζεται εδραιούμενη και επί «Νέας Δημοκρατίας», με τα ονόματα Γιαννάκου, Στυλιανίδη, Λυκουρέντζου να σηματοδοτούν τον τέλειο απελπισμό για τυχόν αντίσταση.
Δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία είναι: ποιοι θα διδάξουν ένα τόσο απαιτητικό καινούργιο μάθημα στα παιδιά. Οσοι πολίτες έχουν οποιασδήποτε μορφής επαφή με το σχολείο στην Ελλάδα σήμερα μπορούν να βεβαιώσουν πόσο ανατριχιαστικά (στην κυριολεξία) χαμηλό είναι το επίπεδο των πτυχιούχων που παράγονται στις εκπαιδευτικές σχολές των ελλαδικών πανεπιστημίων. Και πόσο αποτελεσματική η πλύση εγκεφάλου που έχει υποστεί ο δάσκαλος ή πόσο έντρομος είναι από την ιδεολογική τρομοκρατία που του ασκείται.
Με αυτά τα δεδομένα μπορεί να δικαιολογηθεί και η απύθμενης μωρίας συζήτηση για αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών από μάθημα «θρησκειολογίας» και «συγκριτικής των θρησκειών»!!! Ωσάν να είναι ποτέ δυνατό να διδαχτεί ο πολιτισμός με όρους ιδεολογίας και να «συγκριθούν» οι μεταφυσικές αναζητήσεις που τον γέννησαν χωρίς να υπάρχει εμπειρική γεύση τέτοιας αναζήτησης.
ΠΗΓΗ: Καθημερινή της Κυριακής, Hμερομηνία δημοσίευσης: 07-09-08,
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_07/09/2008_283840
7) Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές
08-09-2008
ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΘ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗ
* Προτείνεται ν’ αποκτήσει το μάθημα πολιτιστικό και γνωσιολογικό χαρακτήρα για νά’ ναι υποχρεωτικό για όλους
* Εναλλακτικό μάθημα διαθρησκειακού περιεχομένου για τους μαθητές που ζητούν απαλλαγή για «λόγους συνείδησης»
Tου Χάρη Ανδρεόπουλου,
Ενα ενδιαφέρον πλαίσιο «παιδαγωγικής πρότασης» στη βάση «αμιγώς εκπαιδευτικών κριτηρίων», που επιδιώκει να καταστήσει υποχρεωτική τη διδασκαλία των Θρησκευτικών για όλους τους μαθητές της Β/θμιας, εκπαίδευσης επεξεργάσθηκε και τεκμηρίωσε το Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) στη προχθεσινή, πρώτη, με την έναρξη του πανεπιστημιακού έτους, συνεδρία του Διοικητικού του Συμβουλίου, το οποίο συνήλθε υπό την προεδρία του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Τμήματος, οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία, η διαμόρφωση μιας κατάστασης πολιτιστικού πλουραλισμού στην κοινωνία και το μαθητικό πληθυσμό, οι μεταναστεύσεις, η ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα προσωπικά δεδομένα, αποτέλεσαν τους βασικούς λόγους για τους οποίους ήρθε πάλι στο προσκήνιο το θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, ευαίσθητο πάντοτε απέναντι στις κοινωνικές εξελίξεις και τους προβληματισμούς που προκαλούνται από αυτές, θεωρεί – όπως τονίζεται στο κείμενο των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η συνεδρία μετά από διεξοδική συζήτηση – ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιηθούν ορισμένες παρεμβάσεις που μακροπρόθεσμα θα αντιμετωπίσουν τα σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών προβλήματα. Με το θέμα αυτό άλλωστε, όπως επισημαίνεται, έχει ασχοληθεί και το Συμβούλιο της Ευρώπης απευθύνοντας προς τις χώρες – μέλη του (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) την υπ’ αριθμ. 1720/2005 «Σύσταση», μέσω της οποίας γίνεται λόγος για την ανάγκη εισαγωγής στην εκπαίδευση της διδασκαλίας των θρησκειών και προτείνεται το θρησκειολογικό – γνωσιολογικό πρότυπο διδασκαλίας, είτε έναντι του ουδετερόθρησκου, είτε έναντι του ομολογιακού περιεχομένου του μαθήματος των θρησκευτικών στα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με τη εν λόγω «Σύσταση» ομολογείται ότι «η θρησκευτική εκπαίδευση μπορεί να έχει ρόλο-κλειδί για την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής κοινωνίας», ενώ – και αυτό είναι πολύ σημαντικό – η Σύσταση αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις αξίες που προκύπτουν και τροφοδοτούνται από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες της Βίβλου, ενώ παράλληλα τονίζει πως οι αξίες αυτές, πολλές από τις οποίες είναι κοινές και με άλλες θρησκείες, υποστηρίζονται από το Συμβούλιο της Ευρώπης (βλ. σχετ. Γιαγκάζογλου Στ., «Το Συμβούλιο της Ευρώπης και η διδασκαλία των Θρησκευτικών», εφημ. «Μακεδονία», 16/6/2006, σελ. 20)
ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΡΧΩΝ
Θεωρώντας το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ ότι η εν λόγω «Σύσταση» μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την επιλογή των ρυθμίσεων αναφορικά με το θρησκευτικό μάθημα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να ισχύσουν οι εξής αρχές:
«1. Όλοι οι μαθητές του Σχολείου πρέπει να παρακολουθούν ένα μάθημα που σχετίζεται με τη θρησκεία.
2. Το μάθημα θα πρέπει καταρχήν να είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές και να μην έχει ομολογιακό χαρακτήρα αλλά πολιτιστικό και να αποσκοπεί στην παροχή γνώσεων. Το μάθημα βέβαια των θρησκευτικών, σύμφωνα και με τη σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι, ούτως ώστε να μη τίθενται ζητήματα συνείδησης.
3. Το μάθημα των θρησκευτικών συνταγματικά ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, η οποία εκφράζεται μέσω των υπεύθυνων εκπαιδευτικών φορέων του και ρυθμίζεται με βάση εκπαιδευτικά κριτήρια. Στην υπόθεση μπορούν να έχουν λόγο οι θρησκευτικές κοινότητες μόνο στο βαθμό που προσβάλλονται οι θρησκευτικές τους αντιλήψεις.
4. Το ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 16 παρ. 2 προβλέπει την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία όμως πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τα σύγχρονα πολιτιστικά και κοινωνικά δεδομένα».
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ»
«Λέγοντας «πολιτιστικό» χαρακτήρα δεν εννοούμε την μετατροπή του μαθήματος σε μάθημα …λαογραφίας», διευκρινίζουν καθηγητές του Τμήματος, παραπέμποντας για την ορθή ερμηνεία του όρου στη πρόταση του αείμνηστου καθηγητή Νίκου Ματσούκα, ο οποίος από το 1981 είχε καταθέσει τη πρόταση να αποκτήσει το μάθημα των Θρησκευτικών, «πολιτιστικό» χαρακτήρα, έχοντας σαφέστατο γνωστικό και όχι βιωματικό ή κατηχητικό χαρακτήρα και ως περιεχόμενο τα μνημεία του πολιτισμού της ελληνορθόδοξης παράδοσης και της συνολικής Ορθοδοξίας.
Πρόκειται για μια πρόταση την οποία τα τελευταία χρόνια εξειδίκευσε περαιτέρω και θεωρητικοποίησε ο πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και επιστημονικός υπεύθυνος της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος, θεολόγος – καθηγητής Παντ. Καλαϊτζίδης.
ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονται με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, το Τμήμα Θεολογίας σε πρώτη φάση καταθέτει δύο προτάσεις:
* Σύμφωνα με την πρώτη πρόταση θα μπορούσε να υπάρχει ένα κοινό μάθημα πολιτιστικού και γνωσιακού χαρακτήρα, το οποίο θα είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν όλοι οι μαθητές, σύμφωνα με την προαναφερθείσα δεύτερη αρχή.
* Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, μπορεί να βελτιωθεί το υπάρχον μάθημα, παίρνοντας έναν περισσότερο οικουμενικό και πολιτιστικό χαρακτήρα, με στόχο να το παρακολουθούν καταρχήν οι Χριστιανοί.
Ταυτόχρονα πρέπει, λέει το Τμήμα Θεολογίας, να προστεθεί ως εναλλακτική δυνατότητα, για όσους δεν θα ήθελαν να το παρακολουθούν για λόγους συνείδησης, ένα δεύτερο μάθημα διαθρησκειακό ή γνωριμίας με τις θρησκείες του κόσμου. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα σε όλους τους μαθητές να επιλέγουν να παρακολουθήσουν όποιο από τα δύο θα ήθελαν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν το λόγο της επιλογής τους. Έτσι, δεν θα είναι απαραίτητο να ζητήσουν εξαίρεση για λόγους συνείδησης, αφού θα έχουν τη δυνατότητα επιλογής.
Kαι το πλαίσιο της πρότασης καταλήγει: «Για την υλοποίηση οποιασδήποτε από τις παραπάνω προτάσεις πρέπει να μετεκπαιδευτούν οι υπηρετούντες θεολόγοι στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφού κατά τεκμήριο είναι οι μόνοι ειδικοί για να διδάξουν οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία ή τις θρησκείες. Τα Θεολογικά Τμήματα διαθέτουν την απαραίτητη υποδομή για να ανταποκριθούν στην ανάγκη αυτή, αφού στο πρόγραμμά τους περιλαμβάνονται θρησκειολογικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά, πολιτιστικά και παιδαγωγικά μαθήματα.
Ταυτόχρονα μια μερική αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών τους σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, πράγμα που το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ ήδη μελετά, μπορεί να καταστήσει εμφανέστερη τη δυνατότητά τους αυτή με την καθιέρωση μιας ειδικής κατεύθυνσης για την εκπαίδευση. Είναι αυτονόητο, ότι οι παραπάνω σκέψεις δεν εξαντλούν το θέμα στην ολότητά του. Το Τμήμα Θεολογίας επιφυλάσσεται να επανέλθει και να αναπτύξει το θέμα λεπτομερέστερα».
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ, συνεργάτης του Ρ/Σ της Ι. Μητρόπολης Λάρισας (96,3 FM), καθηγητής Β/θμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Αρμενίου) και Γεν. Γραμματέας της Ενωσης Θεολόγων ν. Λάρισας ( http://theologylar.blogspot.com ).
http://www.alfavita.gr/anakoinoseis/ank08_9_08_806.php
7) Μια τοποθέτηση από ριζοσπάστες κληρικούς για το ΜΘ
ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
31-8-2008, Παγκληρική – Παλλαϊκή Αγωνιστική Κίνηση
Πολλά έχουν ειπωθεί για την πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης που δίδει τη δυνατότητα σε μαθητές να απαλλαγούν από την συμμετοχή τους στο μάθημα των θρησκευτικών με αναιτιολόγητη δήλωση των κηδεμόνων τους. Η επιχειρηματολογία περιορίζεται συνήθως στην προαιρετικότητα ή μη του μαθήματος.
Όμως αυτή καθ’ εαυτή η δράση του κράτους ως κατηχητή – πόσο μάλλον ως μυσταγωγού στην όποια θρησκεία -, εκτός από την ισοτιμία των πολιτών του, αντιστρατεύεται και την ίδια την προβαλλόμενη πίστη.
Το αστικό κράτος, το κάθε κράτος, είναι ένας εξουσιαστικός μηχανισμός που υπηρετεί και προωθεί τα συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών. Σε μια αταξική κοινωνία το κράτος, ως μηχανισμός επιβολής, δεν θα έχει λόγο ύπαρξης και θα απονεκρωθεί, αφού πλέον θα διοικεί ο ίδιος ο θεσμικά οργανωμένος λαός. Το αστικό κράτος είναι λοιπόν από τη φύση του ο κατ’ εξοχήν ακατάλληλος χειραγωγός για τη μύηση στην εκκλησιαστική κοινωνία.
Για τον λόγο αυτόν θεωρούμε απαράδεκτη και επικίνδυνη την ανάθεση από πλευράς της Εκκλησίας της κατήχησης των μελών της στο κράτος. Οι άρχοντες των εθνών, λέει ο Κύριος, καταδυναστεύουν και κατακυριεύουν τους λαούς τους, είναι λοιπόν φυσικό το ότι και δια μέσου της παιδείας ο κάθε καίσαρας προσπαθεί να κατασκευάσει υπηκόους. Το μάθημα των θρησκευτικών και η πίστη μας αξιοποιήθηκαν πολλάκις μέχρι σήμερα για να στρεβλώσουν ή και να αποκρύψουν την σχέση αιτίας και αιτιατού, στην προσπάθεια δηλαδή δημιουργίας υπάκουων μοιρολατρών, που δεν θα συμμετέ-χουν στις αγωνίες και στους αγώνες της κοινωνίας.
Ο Χριστός δεν θέλει δούλους, υπηκόους και μοιρολάτρες. Θέλει αδελφούς προβληματισμένους, όρθιους και αγωνιστές, στην πορεία για την οικοδόμηση μιας καινούργιας κοινωνίας αγάπης και αλληλεγγύης.
Ο σκοπός συγχρόνως της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να είναι να παρέχει στους μαθητές ολόπλευρη παιδεία – γι’ αυτό και η συμμετοχή σ’ όλα ανεξαιρέτως τα μαθήματα πρέπει να είναι υποχρεωτική -, δηλαδή όλες τις γνώσεις εκείνες που τους είναι απαραίτητες για να πορευθούν μέσα στην κοινωνία, καθώς και για να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν, με εργαλείο τα δεδομένα της επιστήμης, τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα, όπως, από κοινωνιολογική άποψη, είναι και η θρησκεία.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη των θρησκειών στον κόσμο, γι’ αυτό και είναι απαράδεκτο να υπάρχουν μαθητές που ουδέποτε θα έχουν διδαχθεί κάτι γι’ αυτές. Το μάθημα όμως της γένεσης, της εξέλιξης και των επιμέρους διδασκαλιών των θρησκειών πρέπει να στηρίζεται στα δεδομένα επιστημών, έτσι ώστε, χωρίς να παραμερίζεται ή να υποβαθμίζεται η Ορθόδοξη Παράδοσή μας, να μπορούν να μετέχουν σ’ αυτό με την ίδια ψυχολογική άνεση θρήσκοι και άθρησκοι, ένθεοι και άθεοι.
Μ’ αυτόν τον τρόπο και οι πιστοί, καλλιεργώντας την κριτική τους ικανότητα, θα μπορούν να διακρίνουν το Ορθόδοξο πνεύμα, το πνεύμα της αγάπης, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, από το ατομοκεντρικό πνεύμα που το αστικό καθεστώς σήμερα καλλιεργεί.
31-8-2008, Παγκληρική – Παλλαϊκή Αγωνιστική Κίνηση
ΠΗΓΗ: http://ecology-salonika.org/lib/?p=2665
Σχολιάστε