Βιβλιοκριτική: Το πολύχρονο ζήτημα των 12 εκπτώτων μητροπολιτών

Βιβλιοκριτική: Το πολύχρονο ζήτημα των 12 εκπτώτων μητροπολιτών

(Χάρης Μ. Ανδρεόπουλος)

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Κάμποσες αφορμές μου δόθηκαν τον τελευταίο καιρό, ώστε να ασχοληθώ με ένα νομοκανονικό εκκλησιαστικό ζήτημα, που ήδη έχει λήξει εδώ και 25 χρόνια οριστικά. Κάτι η στάση της διοικούσας εκκλησίας στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια των μνημονίων και της πανδημίας, μια σειρά άρθρων στην μηνιαία εφημερίδα «ΩΡΑ των ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ»[1] για έναν εκ των «12» εκπτώτων Μητροπολιτών από το Σκεπαστό Καλαβρύτων, κάτι η μελέτη ενός εξειδικευμένου σύγχρονου εκπαιδευτικού στελέχους, την οποία και παρουσιάζουμε με οδήγησαν σε αυτό το άρθρο – βιβλιοκριτική.

Η μελέτη έγινε από τον πολυγραφότατο Δρ θεολογίας Χαράλαμπο Μ. Ανδρεόπουλο σε 196 σελίδες από τις εκδόσεις «ΑΙΑΚΟΣ» (Πειραιάς – 2022). Είναι χαρακτηριστικός ο υπότιτλος: «Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση του προβλήματος των εκπτώτων Μητροπολιτών από την Επταετία (1967-1974) έως και τη Μεταπολίτευση (1990-1996)».

Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι η προσέγγιση του μελετητή δεν στηρίζεται στην όποια ατομική ηθική του κάθε ένα εκ των «12» εκπτώτων μητροπολιτών, η οποία βεβαίως διαβάζεται με τα έγχρωμα γυαλιά του καθενός μας διαφορετικά, αλλά με εκκλησιολογικά, νομικά και πολιτικά κριτήρια.

Η μέθοδος αυτή με βρίσκει σύμφωνο, γιατί έτσι μπορεί ο/η οποιοσδήποτε να κατανοήσει το πρόβλημα, αλλά και τη λύση του μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια! Την μέθοδο αυτή θα ακολουθήσω κι εγώ στην εν λόγω βιβλιοκριτική μου.

Στους πρωταγωνιστές των εξελίξεων αναφέρονται και δυο «δικοί μας», αλλά από την ακριβώς αντίθετη στάση και πρακτική.

1. Ο -από το Σκεπαστό Καλαβρύτων- Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιος (Χρόνης), ο οποίος εκλέχθηκε μεν από την 8μελή «Αριστίνδην Σύνοδο», αλλά έμεινε μέχρι το θάνατό του ως «σκληροπυρηνικός» και «αμετανόητος» προς την αποκατάσταση της νομοκανονικότητας της Δ. Εκκλησίας στην Ελλάδα μετά το 1974. Επίσης αναφέρεται και ως στέλεχος της θρησκευτικής οργάνωσης «Ζωής»!

2. Ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Γεώργιος (Πάτσης), που ήταν ο 1ος ο αρχαιότερος χειροτονηθείς στην «πρεσβυτέρα ιεραρχία» και ο οποίος συμμετείχε στην εκλογή του Αρχιεπ. Σεραφείμ (Τίκα), στην κανονικοποίηση της Δ. Εκκλησίας το 1974, αλλά και στην έκπτωση των «12».

ΙΙ. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΤΗΣ Δ. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Το Α΄ΜΕΡΟΣ δημοσιευμένο πρόσφατα στην ΩΡΑ των ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, φ. 57, Σεπτ. 2022, σελ. 29.

Όλα ξεκίνησαν με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα το 1967. Η γνωστή αυτή χούντα θέλησε να ελέγξει πλήρως και τη διοίκηση της «Εκκλησίας της Ελλάδος», ώστε αφενός να την έχει υποτακτική και αφετέρου δι’ αυτής να ελέγχεται καθημερινά ο λεγόμενος κατώτερος κλήρος. Το ιδεολόγημα του «Ελλάς ελλήνων χριστιανών» είχε νοθευτεί με το νομοκανονικό δηλητήριο από τις πρώτες ημέρες.

Τρία διαδοχικά γεγονότα δημιούργησαν το πρόβλημα από τις πρώτες ημέρες μετά την 21η Απριλίου του εν λόγω έτους.

Με βάσει τον Α.Ν. 3/1967 (δημοσίευση 10.05.1967), με τον οποίο επεκτείνεται η νομοθεσία (Ν.Δ. 4589/1966) περί ορίου ηλικίας των 80 ετών και επί του Αρχιεπισκόπου, απομακρύνεται «αυτοδικαίως» ο κανονικός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου). Ο λόγος; Δεν ήταν διατεθειμένος ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ να τους κάνει «όλα τα χατίρια». Ταυτόχρονα με τον ίδιο Α.(αναγκαστικό) Ν.(όμο) καταργείται η Σύνοδος της Ιεραρχίας και συγκροτείται 8μελής «Αριστίνδην» Σύνοδος!

Αυτή η επιλεγμένη και διορισμένη 8μελής «επιτροπή των αρίστων»[2] ψηφίζει τον κοινό εκλεκτό της χούντας και του παλατιού (23.05.1967) αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη, που ήταν τότε πρωθιερέας στα Ανάκτορα και καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ (δυστυχώς). Μάλιστα με Συντακτική Πράξη (Δ΄/1967) θεσπίζεται το απαράδεκτο της άσκησης προσφυγής και αίτησης ακύρωσης στο Σ.τ.Ε., «μια απαγορευτική διάταξη που συμπεριλαμβάνει και τους κληρικούς παντός βαθμού».

Έτσι «…Για πρώτη φορά, επίσης, ‘’εξοστρακίζονται’’ από Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας οι βασικές διατάξεις του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου (Π.Σ.Τ.) του 1850 για τη συγκρότηση της Διαρκούς Συνόδου κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως (Π.Σ.Π.) του 1928 για τη συμμετοχή στη Διαρκή Σύνοδο ίσου αριθμού αρχιερέων από τις Μητροπόλεις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και τις Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου (‘’Νέων Χωρών’’).

Η αντιεκκλησιαστική αυτή επιτροπή των οκτώ μαζί με τον δοτό Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο (Κοτσώνη) επιλέγουν συνεχώς πολλούς νέους Μητροπολίτες χρόνο με το χρόνο,[3] που κατά την εκτίμησή τους θα ήταν υποταγμένοι και φερέφωνα της δικτατορίας. Βεβαίως υπήρχαν και οι παλαιότεροι (πριν το 1967) μητροπολίτες και δημιουργήθηκε ένα κράμα με πολλές τάσεις και ρεύματα,[4] όπου κυριαρχούσε το «χουντικό».

ΙΙΙ. ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΩΝ ΣΤΗ Δ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Τα πράγματα όμως δεν είναι κατά το πως τα σχεδιάζουν οι άνθρωποι και ειδικά οι κατά φύση και πράξη δικτάτορες, γιατί τότε «ο Θεός γελάει»! Μόνο που αυτό παίρνει επώδυνο ιστορικό χρόνο σε σχέση με το μέσο όρο ζωής μας…

Ο συγγραφέας διαπραγματεύεται μεθοδικά όλη αυτή την ιστορία και με ελικοειδή τρόπο, ώστε να κατανοεί τα πράγματα και ο μη ειδικός. Έτσι σημαδεύει και κάποιους ορατούς σταθμούς στη Δ. Εκκλησία, που τα εκκλησιαστικά πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται σε όλους. Πάντα υπάρχουν υπόγειες φλέβες ζωής κάτω από τα επιφανειακά πολιτικά και εκκλησιαστικά αυτά πράγματα. Γιατί τα ορατά είναι αφενός πολύχρωμα (όχι μαύρο-άσπρο) και τα αόρατα πολύ περισσότερα και διεισδυτικότερα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό ίσχυσε σταδιακά για όλους τους ζώντες Μητροπολίτες, εκτός από «12» σκληροπυρηνικούς, αλλά όχι όλων «αμετανόητων» μέχρι το τέλος. Τελευταία μάλιστα ένας εκλεγείς από την 8μελή επιτροπή αναγνωρίστηκε ως άγιος από την Ι. Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου: Ο Άγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας (1919-1984)[5].

Κατά τον συγγραφέα οι νέοι κρίσιμοι χρονολογικά σταθμοί ήταν:

1. Στις 13 Απριλίου 1973, μετά από προσφυγές των Φλωρίνης Αυγουστίνου (Καντιώτη) και Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου (Νικολάου), δημοσιεύεται η υπ’ αριθμ. 1175 απόφαση του Σ.τ.Ε. με την οποία κρίνεται παράνομη η συγκρότηση της Δ.Ι.Σ. του Νοεμβρίου του ΄72. Οι εν λόγω διεμαρτύροντο για το γεγονός ότι η συγκρότηση της Δ.Ι.Σ. πραγματοποιήθηκε κατά παρέκκλιση των πατριαρχικών διατάξεων (Π.Σ.Τ 1850 και Π.Σ.Π. 1928) που ορίζουν τη συγκρότηση κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης. Το διοικητικό εκκλησιαστικό καθεστώς τρίζει.

2. Στις 10 Μαΐου 1973 οι «πατριαρχικοί» αποκτούν πλειοψηφία έναντι των πλήρως καθεστωτικών και του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) για τη συγκρότηση νέας Ι. Σ.! Ο δοτός αρχιεπίσκοπος μένει έκθετος, αφού στη 10μελή Ι.Σ. οι πατριαρχικοί είναι επτά έναντι τριών!

3. Στις 9 Νοεμβρίου 1973 -και ενώ έχει ήδη δρομολογηθεί η αντίσταση στα τέσσερα Πανεπιστήμια της Χώρας και το ηρωικό Πολυτεχνείο της Αθήνας- το Σ.τ.Ε. «με την υπ΄ αριθμ. 3538 απόφασή του απορρίπτει… τη προσφυγή των ‘’ιερωνυμικών’’ Μητροπολιτών η οποία εστρέφετο κατά της αποφάσεως της Ι.Σ.Ι. της 10ης Μαϊου βάσει της οποίας η Δ.Ι.Σ. συγκροτήθηκε με την σειρά των πρεσβείων».

4. Δεκέμβριος 1973 -και ενώ έχουν δρομολογηθεί διπλά και ραγδαία πολιτικά γεγονότα (Πολυτεχνείο, αλλαγή φρουράς στη χούντα από τον Ιωαννίδη)- παραιτείται ο αρχιεπ. Ιερώνυμος Α: η παραίτηση «…γίνεται δεκτή από την Δ.Ι.Σ.. Με Π.Δ. το οποίο δημοσιεύεται στις 28.12.1973 ο Ιερώνυμος καθίσταται Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος».

IV. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ (ΤΙΚΑΣ) ΚΑΙ 12 ΕΚΠΤΩΤΟΙ

 Η κατάρρευση του ιερωνυμικού καθεστώτος παίρνει μορφή χιονοστιβάδας. Αφήνουμε στην άκρη την δικτατορία του Δ. Ιωαννίδη και μένουμε στην πρακτική εφαρμογή της κανονικής συγκρότησης της Ιεραρχίας και δη της μικρής Ι.Σ. κατά τα πρεσβεία και όχι με τους επιλεγμένους «αρίστους»! Η Δ. Εκκλησία στην Ελλάδα περνά σε μια νέα φάση, που θα διαρκέσει πάνω από 20 χρόνια με τιμονιέρη τον από Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκα). Όσον αφορά το ζήτημα, που μελέτησε ο συγγραφέας, οι βασικοί σταθμοί που σημειώνει είναι οι εξής:

1. Στις 11 Ιανουαρίου 1974 τον λόγο πλέον τον έχει η «πρεσβυτέρα Ιεραρχία»,[6] δηλαδή οι ζώντες μητροπολίτες, εκλεγμένοι πριν την κατάλυση της κανονικής διοίκησης το 1967: «…με τη Συντακτική Πράξη 3/1974 και το Ν.Δ. 274 συγκροτείται η «Πρεσβυτέρα» Ιεραρχία και δρομολογούνται οι διαδικασίες για την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου. Την 12η.01.1974 ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας) με ψήφους 20 έναντι 7 του Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου (Ψαριανού) εκλέγεται υπό της «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας (παρισταμένων 28 εκ των 32 μελών της) νέος Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος».

2. Ξεκινούν οι εσωτερικές συζητήσεις για το τι θα συμβεί με όσους μητροπολίτες επιλέχθηκαν (και χειροτονήθηκαν βεβαίως) από τον 8μελή επιτροπή (Αριστίνδην Σύνοδο). Κεντρικό ζήτημα αποτέλεσε η επιστροφή στην νομοκανονική παράδοση της Δ. Εκκλησίας (πριν την 21.04.1967) και η αποδοχή της από όλους τους Μητροπολίτες, ανεξάρτητα αν είχαν εκλεγεί πριν ή μετά την 21.04.1967.

Έτσι τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1974: «…Με απόφαση της ‘’Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας’’ που στηρίχθηκε στην Συντακτική Πράξη 7/1974 κηρύσσονται έκπτωτοι από τους θρόνους τους δώδεκα (12) Μητροπολίτες, εκ των οποίων οι δύο της παλαιάς (προδικτατορικής) Ιεραρχίας[7] και οι δέκα (10) εκ των εκλεγέντων επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου. Οι δύο πρώτοι με την κατηγορία της ‘’απειθείας κατά της εκκλησιαστικής αρχής’’ και της ‘’διασαλεύσεως της ενότητος της Εκκλησίας’’ και οι δέκα υπόλοιποι με την κατηγορία της ‘’αντικανονικής εκλογής’’ αλλά και της ‘’απειθείας’’»[8].

V. ΟΙ ΕΙΚΟΣΑΕΤΕΙΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΩΝ «12» ΚΑΙ Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Η Ι. Σ. του Ιανουαρίου του 1974 (υπ’ αριθμ. 3/1974 Σ. Π.) ουσιαστικά σημειώνει για του «12» τα εξής: «…Η Σύνοδος αύτη, εξαντλήσασα αρχικώς τα όρια ανοχής και μη τελεσφορήσασα επιεικεία χρωμένη, άτε των Ιερωνυμικών μη στεργόντων εις συνεργασίαν εν ομονοία και αγάπη, προήλθεν ακολούθως εις την λήψιν δραστικών, πλήν αναγκαίων, μέτρων υποβοηθηθείσα υπό της εν τω μεταξύ εκδοθείσης υπ’ αριθμ. 7/1974 Συντακτικής Πράξεως, η οποία εξεδόθη δια να επαναφέρη την κανονικήν τάξιν εις την Εκκλησίαν…».

Επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή (μετά το 1974) έγινε προσπάθεια προσεταιρισμού των «12» και των οπαδών τους με απόπειρα για δικαίωμα προσφυγής στο Σ.Ε. Σημειώνει ο συγγραφέας σχετικά:

«…Προς αυτή τη κατεύθυνση κατατέθηκε εκ μέρους 155 βουλευτών της κυβερνώσας παράταξης (Νέα Δημοκρατία) πρόταση νόμου προς ψήφιση στη Βουλή, δια της οποίας προεβλέπετο να δοθεί το δικαίωμα προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας στους δώδεκα εκπτώτους Μητροπολίτες, το οποίο τους το στερούσαν οι Συντακτικές Πράξεις έκπτωσής τους. Η προσπάθεια, όμως, δεν καρποφόρησε και η πρόταση νόμου έμεινε στο ‘’ψυγείο’’…».

Ήδη από το 1975 έγιναν τόσο νομοθετικές απόπειρες, όσο και ενδοεκκλησιαστικές, αλλά, κατά τον συγγραφέα, προσέκρουαν στην απόλυτη στάση των «12» ότι έγιναν έκπτωτοι «αντικανονικά»! Έβλεπαν μόνο το δέντρο κι όχι το δάσος. Πάντως ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ δεν έμενε με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά απευθύνθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο[9] και απέκτησε έτσι μεγάλο στήριγμα.

Όταν κάποιοι απ’ αυτούς προσέφυγαν για την έκκλητο (δηλαδή έφεση) στο Οικ. Πατριαρχείο κοινώς «έφαγαν πόρτα». Στην ουσία, οι μεν των «Νέων Χωρών» γιατί τώρα το θυμήθηκαν, ενώ είχαν καταπατήσει την πράξη του 1928, ενώ οι της παλαιάς Ελλάδας, διότι είχαν καταπατήσει την πράξη αναγνώρισης της Εκκλησίας της Ελλάδας του 1950.

Στην Οικουμενική κυβέρνηση του 1990 ο υπουργός εκ της Ν.Δ. και στέλεχος της «Ζωής» Γιάννης Παλαιοκρασάς, κατάφερε και πέρασε «νυχτιάτικα» μία τροπολογία γενική για δημοσίους υπαλλήλους που διώχτηκαν στην επταετία, η οποία όμως έδινε το πράσινο φως και για τους ζώντες από τους «12» να προσφύγουν. Αυτή έμεινε στα χρονικά ως «τροπολογία Παλαιοκρασά»!

Γράφει ο συγγραφέας, μετά τη νομική δικαίωση λόγω της τροπολογίας: «…Οι αποφάσεις αυτές του Σ.τ.Ε. όχι μόνο δεν έλυσαν, αλλά αντιθέτως περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο το ανοικτό και πάλι εκκλησιαστικό πρόβλημα, μετατρέποντάς το (και) σε νομικό αφού η ακύρωση των διαταγμάτων εκπτώσεως των ‘’ιερωνυμικών’’ Μητροπολιτών από τους θρόνους τους δεν έθιγε την εκλογή των νέων Μητροπολιτών στους ίδιους αυτούς θρόνους…».[10]

Το Σ.τ.Ε., λοιπόν, αρχικά δικαίωσε νομικά τους προσφυγόντες από τους «12» κι έτσι η Δ. Εκκλησία προσπάθησε να βρει συναινετικές λύσεις. Υπήρξαν πολλές. Τελικά βρέθηκε λύση «…για τρείς ‘’ιερωνυμικούς’’ Μητροπολίτες και συγκεκριμένα τον από Παραμυθίας Παύλο (Καρβέλη) που δέχθηκε και τοποθετήθηκε στην Αγιά, τον από Ζακύνθου Απόστολο (Παπακωνσταντίνου) που δέχθηκε και τοποθετήθηκε στο Κιλκίς και τον από Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου) που τοποθετήθηκε συναινετικά στη Καλαμπάκα και έτσι οι τρείς αυτοί έκπτωτοι Μητροπολίτες εισήλθαν κανονικά στην Ιεραρχία.

Σε εκκρεμότητα παρέμειναν οι ‘’ιερωνυμικοί’’ Μητροπολίτες από Λαρίσης Θεολόγος, από Αττικής Νικόδημος και από Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος που παρέμεναν ανένδοτοι στο αίτημά τους για επαναφορά τους στις παλαιές έδρες τους, κάτι, όμως, που ρητά αρνούνταν η Ιερά Σύνοδος.

Από δω και πέρα το πρόβλημα πήρε νέα μορφή και συγκεκριμένα ως ‘’Πρόβλημα των Τριών Μητροπολιτών’’…».

Τονίζει ο συγγραφέας: «Στις 11 Ιουνίου 1993 δημοσιεύεται η υπ’ αριθμ. 1028 απόφαση της ολομελείας του Σ.τ.Ε. με την οποία ακυρώνεται η από 8ης/01/1992 πράξη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου που έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Μητροπολίτη από Λαρίσης Θεολόγο, δικαιώνοντας ταυτόχρονα και τους άλλους δύο Μητροπολίτες, τον από Αττικής Νικόδημο και τον από Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνο, ως εν ενεργεία Μητροπολίτες Αττικής και Θεσσαλιώτιδος, αντιστοίχως, ως νομιμοποιουμένους και άρα δικαιουμένους να συμμετέχουν στα διοικητικά σώματα της Εκκλησίας (Δ.Ι.Σ. και Ι.Σ.Ι.).

Η Δ.Ι.Σ, όμως, με ανακοίνωσή της (23.06.1993) αποφαίνεται ότι ‘’η απόφαση του ΣτΕ είναι ανεφάρμοστη διότι άπτεται θεμάτων πνευματικού και κανονικού χαρακτήρος της Εκκλησίας’’, έτσι η ένταση μεταξύ των δύο πλευρών, όχι μόνο δεν αποκλιμακώνεται, αλλά οξύνεται…».[11]

Ακολούθησαν πολλά θλιβερά γεγονότα, κυρίως στη Μητρόπολη Αττικής και Λαρίσης, για λίγα χρόνια. Την οριστική λύση έδωσε ο νέος Πρωθυπουργός Ανδρέας Γ. Παπανδρέου νομικά. Στηρίχτηκε σε μία σοφή κίνηση της Ιεραρχίας, που με αφορμή τα θλιβερά γεγονότα στους ναούς, επέβαλλε το εκκλησιαστικό επιτίμιο της «ακοινωνησίας».

Με βάση αυτό, το Σ.τ.Ε.[12] δικαίωσε τελεσίδικα την έκπτωση των τριών, που είχαν απομείνει. Με το θάνατο αυτών[13] έληξε μια θλιβερή εκκλησιαστική κατάσταση, που είχε για τον συγγραφέα δύο αιτίες. Μία ηθικιστική ενάντια σε Μητροπολίτες την δεκαετία του 1960 από τις θρησκευτικές κυρίως οργανώσεις και μία πολιτική / χουντική με το πραξικόπημα στις 21.04.1967. Το σύστημα της νόμω κρατούσης Πολιτείας ήταν πάντα ορατό για τριάντα ολόκληρα χρόνια, δηλαδή μέχρι το 1996!

*  Ο Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρτεζη. Είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός ως φυσικός, πτ. θεολογίας, συγγραφέας και ειδικός ερευνητής της Κέρτεζης.

Παραπομπές


[1] Πρόκειται για τον (έκπτωτο τελικά) πρώην Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιο (Χρόνη). Αφιέρωμα σε σειρά από τον ΙΩΑΝΝΗ Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟ, Δικηγόρο στην Αθήνα, από του Πλανητέρου Καλαβρύτων. Το Ζ΄ και τελευταίο αφιέρωμα στο φ. 55, ΙΟΥΝΙΟΣ 2022, σελ. 23.

[2] Αναφέρει ο συγγραφέας στην υποσημείωση 11 και σελ. 19: «Ήταν δε οι εξής: 1) ο Πατρών Κωνσταντίνος (Πλατής), 2) ο Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος (Χαραλάμπους), 3) ο Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Δαμασκηνός (Κοτζιάς), 4) ο Κυθήρων Μελέτιος (Γαλανόπουλος) της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και 5) ο Νικοπόλεως και Πρεβέζης Στυλιανός (Κορνάρος), 6) ο Ξάνθης Αντώνιος (Κλαουδάτος), 7) ο Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνος (Πούλος) και 8) ο Κασσανδρείας Συνέσιος (Βισβίνης) των «Νέων Χωρών». Βάσει ποίων κριτηρίων επελέγησαν;…».

[3] Ο συγγραφέας στην υποσημείωση 17 και σελ. 24 αναφέρει: «Οι εκλεγέντες ήταν: 1) Φωκίδος Χρυσόστομος (Βενετόπουλος), ο από Κερνίτσης, 2) Νικαίας Γεώργιος (Παυλίδης), ο από Τριμυθούντος της Κύπρου, 3) Σιδηροκάστρου Ιωάννης (Πάπαλης), 4) Θηβών και Λεβαδείας Νικόδημος (Γραικός), ο οποίος παραιτήθηκε, αντικατασταθείς (10-4-1981) υπό του τότε αρχιμανδρίτου της Ι.Μ Θηβών και νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου (Λιάπη), 5) Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιος (Χρόνης), 6) Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός (Οικονομίδης), 7) Δημητριάδος Ηλίας (Τσακογιάννης), 8) Χίου Χρυσόστομος (Γιαλούρης), 9) Εδέσσης Καλλίνικος (Πούλος), 10) Φλωρίνης Αυγουστίνος (Καντιώτης), 11) Κερκύρας Πολύκαρπος (Βαγενάς), 12) Υδρας Ιερόθεος (Τσαντίλης), 13) Λαγκαδά Σπυρίδων (Τραντέλλης), 14) Ζακύνθου Απόστολος (Παπακωνσταντίνου), 15) Ελασσώνος Σεβαστιανός (Ασπιώτης), 16) Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος (Σακελλαρόπουλος), 17) Θεσσαλονίκης Λεωνίδας (Παρασκευόπουλος), 18) Ν. Πελαγονίας (Ενόπλων Δυνάμεων) Νικόλαος (Ξένος), 19) Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημος (Γκατζιρούλης), 20) Λαρίσης, Πλαταμώνος και Τυρνάβου Θεολόγος (Πασχαλίδης), 21) Λευκάδος Νικηφόρος (Δεδούσης), 22) Καρυστίας Σεραφείμ (Ρόρρης), 23) Χαλκίδος Νικόλαος (Σελέντης), 24) Βερροίας Παύλος (Γιαννακόπουλος), 25) Ηλείας Αθανάσιος (Βασιλόπουλος), 26) Παραμυθίας Παύλος (Καρβέλης), 27) Γόρτυνος Θεόφιλος (Καναβός), 28) Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου) και 29) Μονεμβασίας και Σπάρτης Ιερόθεος (Κυριαζόπουλος). Από τους ανωτέρω οι είκοσι οκτώ (28) εκοιμήθησαν και παραμένει εν ζωή – και εν ενεργεία – ένας (1), ο – και Αντιπρόεδρος της Ι.Σ.Ι. – ο Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ (Ρόρρης)».

[4] Αναφέρει ο συγγραφέας στις σελ. 24 και 25: «Οι πλείστοι εκ των νεοεκλεγέντων Μητροπολιτών, όπως και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ήταν φιλικά προσκείμενοι προς την αδελφότητα θεολόγων ‘’Ζωή’’. Οι πέντε εξ αυτών μάλιστα ήταν και μέλη – αδελφοί της ‘’Ζωής’’ και συγκεκριμένα οι εκλεγέντες στις Μητροπόλεις Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιος (Χρόνης), Ζακύνθου Απόστολος (Παπακωνσταντίνου), Θεσσαλονίκης Λεωνίδας (Παρασκευόπουλος), Αττικής Νικόδημος (Γκατζιρούλης) και ο εκλεγείς ως (τιτουλάριος) Μητροπολίτης Ενόπλων Δυνάμεων Νικόλαος (Ξένος)».

[5] «Ο κατά κόσμον Δημήτριος Πούλος γεννήθηκε στα Σιταράλωνα Αιτωλοακαρνανίας το 1919. Σπούδασε τη Θεολογία στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Διάκονος και Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1957 από τον αδελφό του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Κωνσταντίνο. Υπηρέτησε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας, λαϊκός Ιεροκήρυκας και Πρωτοσύγκελλος αυτής. Στις 25 Ιουνίου 1967 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας. Προηγουμένως στις 22 Ιουνίου 1967 η Ιερά Σύνοδος με απόφασή της προσήρτησε στη Μητρόπολη Εδέσσης και την Επαρχία Αλμωπίας, την οποία απέσπασε από τη Μητρόπολη Φλωρίνης. Η χειροτονία τελέσθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου Αθηνών… Η μνήμη του εορτάζεται στις 8 Αυγούστου», ekklisiaonline.gr, 08.08.2020.

[6] Αναφέρει κατά τα πρεσβεία ιεροσύνης ο συγγραφέας στις σελ. 37 και 38: «Επρόκειτο για τους Μητροπολίτες: 1) Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Γεώργιο (Πάτση), 2) Πειραιώς Χρυσόστομο (Ταβλαδωράκη), 3) Μυτιλήνης Ιάκωβο (Κλεόμβροτο), 4) Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκα), 5) Μαρωνείας Τιμόθεο (Ματθαιάκη), 6) Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιο (Ψαριανό), 7) Κίτρους Βαρνάβα (Τζωρτζάτο), 8) Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο (Νικολάου), 9) Σερρών και Νιγρίτης Κωνσταντίνο (Καρδαμένη), 10) Θήρας και Αμοργού Γαβριήλ (Καλοκαιρινό), 11) Μεσσηνίας Χρυσόστομο (Θέμελη), 12) Άρτης Ιγνάτιο (Τσίγκρη), 13) Καστορίας Δωρόθεο (Γιανναρόπουλο), 14) Κορινθίας Παντελεήμονα (Καρανικόλα), 15) Φθιώτιδος Δαμασκηνό (Παπαχρήστου), 16) Τριφυλλίας και Ολυμπίας Στέφανο (Ματακούλια), 17) Γρεβενών Χρυσόστομο (Παπαϊγνατίου), 18) Παροναξίας Επιφάνιο (Καλαφάτη), 19) Ιερισσού και Αγίου Ορους Παύλο (Σοφό), 20) Λήμνου Παντελεήμονα (Μερτύρη), 21) Φιλίππων και Νεαπόλεως Αλέξανδρο (Καντώνη), 22) Σύρου και Τήνου Δωρόθεο (Στέκα), 23) Αιτωλίας και Ακαρνανίας Θεόκλητο (Αβραντινή), 24) Γυθείου και Οιτύλου Σωτήριο (Κίτσο), 25) Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμονα (Χρυσοφάκη), 26) Μαντινείας και Κυνουρίας Θεόκλητο (Φιλιππαίο), 27) Δράμας Διονύσιο (Κυράτσο), 28) Κεφαλληνίας Προκόπιο (Μενούτη), 29) Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα (Συμεωνίδη), 30) Ζιχνών και Νευροκοπίου Νικόδημο (Βαλληνδρά), 31) Αργολίδος Χρυσόστομο (Δεληγιαννόπουλο) και 32) Μηθύμνης Ιάκωβο (Μαλλιαρό)…».

[7] Αναφέρει ο συγγραφέας στην υποσημείωση 18 και σελ. 24: «Oι δυό εκ των ‘’12’’ που είχαν εκλεγεί κανονικώς προ Ιερωνύμου ήταν: ο ένας, o Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτων (Συμεωνίδης) o oποίος είχε εκλεγεί και χειροτονηθεί Μητροπολίτης Κιλκισίου από κανονική Ιεραρχία, επί αρχιεπισκοπείας Χρυσοστόμου (Χατζησταύρου, του από Φιλίππων) το 1965… και ο άλλος, ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνος (Πούλος), ο οποίος είχε, επίσης, κανονική εκλογή, καθώς είχε αναδειχθεί Μητροπολίτης Διδυμοτείχου από κανονική Ιεραρχία, επί αρχιεπισκοπίας Θεοκλήτου (Παναγιωτοπούλου, του από Πατρών), το 1957…».

[8] Από τον συγγραφέα αναφέρονται μαζί με τα Π.Δ. συνοπτικά οι «9», στην υποσημ. 75 και σελ. 55: «Με τρία Π.Δ. της 22ας Ιουλίου 1974 (Ε.τ.Κ. , Γ΄ 284 της 23ης Ιουλίου 1974): α) κηρύχθηκαν έκπτωτοι οι Μητροπολίτες Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτων (Συμεωνίδης), Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιος (Χρόνης), Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνος (Πούλος), Χαλκίδος Νικόλαος (Σελέντης) και Τρίκκης και Σταγών Σεραφείμ (Στεφάνου), β) ανακλήθηκε το Β.Δ. περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως του Μητροπολίτη Λεωνίδα (Παρασκευόπουλου)(από 28.3.1968), γ) ανακλήθηκαν τα Β.Δ. περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως των Μητροπολιτών Δημητριάδος Ηλία (Τσακογιάννη) (από 11.12.1968), Λαρίσης, Πλαταμώνος και Τυρνάβου Θεολόγου (Πασχαλίδη) (από 9.7.1968) και Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου Παύλου (Καρβέλη) (από 19.12.1968)».

Επίσης γίνεται ειδική μνεία για τον 10ο, στη σελ. 51 και 52: «β) Η δεύτερη απόφαση ελήφθη στις 25 Ιουνίου 1974 και αφορούσε αποκλειστικώς στο Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημο (Γκατζιρούλη). Η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου ερείδεται σε δύο αντικανονικότητες που συρρέουν στην εκλογή του εν λόγω Μητροπολίτη ως Αττικής. Αφενός ότι ο θρόνος, τον οποίο κατέλαβε, δεν ήταν κενός, διότι ο κανονικός και νόμιμος Μητροπολίτης Αττικής, ο πρώην Αθηνών Ιάκωβος (Βαβανάτσος), είχε απομακρυνθεί με βάση του Α.Ν. 214, για εκκλησιαστικό δηλαδή παράπτωμα που για πρώτη φορά καθιερωνόταν με το νόμο αυτό και δεν προβλεπόταν στους ιερούς κανόνες. Αφετέρου ότι είχε εκλεγεί από αντικανονική σύνοδο, σύνοδο δηλαδή που προεδρευόταν από αντικανονικό Αρχιεπίσκοπο…».

[9] Με το υπ’ αριθμ. 1791 από 9ης Απριλίου 1976 γράμμα του.

[10] Σελ. 79.

[11] Σελ. 95.

[12] Σελ. 120 και 121: «…14 Ιουνίου 1996 δημοσιεύονται  αποφάσεις της ολομελείας του ανωτάτου δικαστηρίου, με τις οποίες κηρύσσονται έκπτωτοι, οριστικά και αμετάκλητα, οι τρεις «ιερωνυμικοί» Μητροπολίτες Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημος (Γκατζιρούλης), Λαρίσης και Τυρνάβου Θεολόγος (Πασχαλίδης) και Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Κωνσταντίνος (Σακελλαρόπουλος). Οι αποφάσεις με τις οποίες τέθηκαν οριστικά εκτός Μητροπόλεων οι «3» είναι συνολικά 37 και έλαβαν τους διαδοχικούς αριθμούς 2976 – 3005/96…».

[13] Σελ. 124 και 125: «Το 2007 (27 Mαρτίου) εκοιμήθη και ο Μητροπολίτης πρώην Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος και στις 2 Απριλίου 2013 ο Μητροπολίτης πρώην Αττικής Νικόδημος (Γκατζιρούλης).

Εκ των «12» του 1974 ο τελευταίος έφυγε από το ζωή το 2017 ο Μητροπολίτης ην Τρίκκης Σεραφείμ (Στεφάνου), ο οποίος αποδεχθείς την υπό της Ιεραρχίας εν έτει 1991 προταθείσα κατ΄ οικονομίαν λύση της διχοτομήσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Τρίκκης, είχε επανέλθει στην ενεργό υπηρεσία τοποθετηθείς στην Ιερά Μητρόπολη Σταγών και Μετεώρων την οποία νομίμως και κανονικώς επί 26ετία εποίμανε ως φωτεινό παράδειγμα ποιμενάρχη, ιεράρχη της καρτερίας και της προσευχής».

Σχολιάστε